Πέμπτη 11 Ιουλίου 2019

Τοπικές λέξεις -Γ-


Γ



Γαβάν’ = το γουδί , αυνανισμός
Γαβανιάρ’ς = μικρό παιδί (σε ηλικία)
Γαβανίζουμι = αυνανίζομαι
Γάδαρους – γαδούρ = ο γάιδαρος
Γαζιρό = καμινέτο
Γαλανίζ = ασπρίζει το τσίπουρο
Γαλάρια = η γίδα που έχει γάλα και μπορεί να αρμεχτεί
Γαλατίλις = η μυρωδιά από το γάλα
Γαλότσα = πλαστικά παπούτσια  ή καουτσουκένια μπότα για δουλειά
Γαλέντζια = παπούτσια από δέρμα γουρουνιού και με ξύλινους πάτους
Γάνα = το επίχρυσμα , η πράσινη σκουριά του χαλκού
Γανάδα = μεγάλη προσπάθεια, κούραση , η ταλαιπωρία
Γανιάζου = παιδεύομαι , ταλαιπωρούμαι
Γανιασμένους = ο ταλαιπωρημένος
Γάνουμα = η διαδικασία επικάλυψης χάλκινου σκεύους με κασσίτερο
Γανουμένου = το γανωμένο
Γανουτζής = ο γανωτής
Γανώνου = γανώνω
Γαργαλιούμι = γαργαλιέμαι
Γάρους = η άλμη
Γαρουφάκ = γυάλινο σκεύος για ρακί
Γατσιάζου = διψώ πολύ
Γάτσιασμα = η πού μεγάλη δίψα
Γατσιαμένους = ο διψασμένος
Γειτουνεύου = πάω επίσκεψη , είμαι γείτονας , ο γείτονας μου
Γειτουνιά = η γειτονιά
Γέρνου = γέρνω
Γιαζίκ = κρίμα , έλεος
Γιαίμ’ς = Ιωακείμ
Γιάρας(ο) = πληγή
Για ταυτου = γι ‘ αυτό
Γίδ = το κατσίκι
Γιδόστρατα = το μονοπάτι από τα γίδια
Γιλάδ = η αγελάδα
Γιλαδαρίζου = η συμπεριφορά μου είναι αγενής
Γιλαδάρ’κα = αγενέστατα , άξεστα
Γιλαδάρς = ο βοσκός αγελάδων
Γιλαδ’νός = ο αγελαδινός
Γιλαδουκούριμα = το κούρεμα των αγελάδων (έκφραση που χρησιμοποιείτε
                              για κάτι που θα πάρουμε και  δεν θα δώσουμε πίσω ποτέ)
Γινατ’ = το πείσμα
Γινά’τουμα = το πείσμα ενός ανθρώπου ή ζώου
Γινν΄τούρια = γεννητούρια
Γινκι = έγινε
Γιόκας = ο χαϊδεμένος γιός
Γιομα = το απόγευμα
Γιόμουσι = γέμισε
Γιουβάνς = ξεροκέφαλος
Γιούργια = ορμάμε μπροστά , έφοδος , επίθεση
Γιούρντ’μα = η επίθεση
Γιουρντώ = επιτίθεμαι
Γιουρούκ(ι) = χοντράνθρωπος
Γιουρούκ’ς = ξεροκέφαλος , ανόητος , βάρβαρος
Γιουρουμπισμπίκ’ς = ξεμωραμένος γέρος
Γιουρουσάφλιακας = πού γέρος
Γιουρντώ = ορμώ
Γιουφύρ = η γέφυρα
Γιουφτιά = η γυφτιά , τσιγγουνιά , ζητιανιά
Γιουφτλίκ’ = η τσιγγουνιά
Γιούφτους = ο γύφτος
Γιουφτιούδια = τα γυφτάκια
Γιρεβου = ψάχνω
Γκαβάδ = ο στραβός , ο απρόσεκτος άνθρωπος , ο πρωτάρης
Γκαβά = τυφλά
Γκαβάθκα = δε  βλέπω
Γκαβαλίνα = περιττώματα αλόγου
Γκαβός = αυτός που δεν βλέπει καλά
Γκάβουμα = η τύφλωση
Γκαβουμάρα = το τύφλωμα
Γκαβουμένους = τυφλωμένος
Γκαβώνου = τυφλώνω
Γκαβώνουμι = τυφλώνομαι
Γκαζιρό = μικρό και μεταλλικό λινάρι πετρελαίου
Γκαϊλές = στενοχώρια , καημός
Γκαλιγκότσ’ = το καβαλίκεμα στη πλάτη ή στο λαιμό, κουβαλάω κάτι στη πλάτη μου
Γκαλιουρίζου = κρυφοκοιτώ
Γκαστρουμέν = έγγειος
Γκαργκαλιάρ’ς = αυτός που γαργαλάει
Γκαργκάλ’μα = το γαργάλιμα
Γκαρκαλώ = γαργαλώ
Γκαρέλα = δυνατό κλάμα
Γκαρίζου = φωνάζω , κλαίω δυνατά
Γκαρουμαχώ = φωνάζω , κλαίω δυνατά
Γκάρσ΄μα = το γκάρισμα του γαϊδάρου
Γκάστρουμα = η σύλληψη
Γκαστρουμέν’ = η έγκυος
Γκαστρώνου = αφήνω κάποια έγκυο
Γκαστρώνουμι = είμαι έγκυος
Γκ’βανώ = κουβαλώ
Γκ’βάρ = το κουβάρι
Γκ’βάρα = ο σωρός
Γκ’βάς = ο κουβάς
Γκ’δί = το γουδί
Γκ’δούν = το κουδούνι
Γκ’δούνα = κουδούνα ζώων
Γκέκας = ο αλβανός εργάτης , χαμάλης , ο πολύ εργατικός
Γκέλουμα = το τρύπημα με βελόνα
Γκ’ζάν = για άνθρωπο ό βλάκας
Γκιόσα = η κατσίκα με καφέ χρώμα , ή άσχημη γυναίκα
Γκιόν’ς = αφελής άνθρωπος
Γκιούμ’ = μεγάλο δοχείο για το γάλα
Γκιουρντέλ = περιλαίμιο
Γκιρίζ’ = ο υπόνομος
Γκιώνουμι = φωνάζω ή κατηγορώ κάποιον
Γκλάβα = το κεφάλι
Γκλαβανό = άνοιγμα στο ταβάνι για να μπαίνεις στη σκεπή του σπιτιού
Γκλαξιά = γουλιά
Γκλιαγκουρίζου = καταπίνω
Γκλοστρς = κυλινδρικό μακρύ ξύλο που ανοίγουμε φύλλα για την πίτα
Γκ’ντώ = σκουντώ
Γκ’ντίνα = δυνατό κύμα , δυνατή σπρωξιά
Γκόθκα = μπούχτισα  από  το  φαγητό
Γκου’βνός = στοίβα , μικρός λόφος
Γκούβνιασα = έκανα ένα σωρό , στοίβαξα πολλά πράγματα το ένα πάνω στο
                       άλλο
Γκουβνιάσκα = κάθισα κάπου για πολύ ώρα
Γκούγκδα’ς = εξόγκωμα από χτύπημα
Γκουγκώ = αναστενάζω από τον πόνο , βογγώ
Γκουγκούσα = πασχαλινό γλυκό ψωμί
Γκουζιούχα = η μάλλινη κάπα που φορούσαν το χειμώνα
Γκουργκλιά = γουλιά
Γκουργκουλιζ’ = ανακατεύεται η κοιλιά μου
Γκούρλουμα = το μεγάλο άνοιγμα των ματιών
Γκουρλουμάτ’ς = αυτός που έχει μεγάλα και ανοιχτά μάτια
Γκουρλουμένους = αυτός που έχει τα μάτια ορθάνοιχτα
Γκούρλουσα = άνοιξα τα μάτια πάρα πολύ
Γκουρτζιέλ’(ι) = μικρό γουρούνι
Γκού’γκδας = μικρό εξόγκωμα
Γκούς = στομάχι κότας
Γκρέμνια = γκρεμοί
Γκρέμνου = γκρεμός
Γκριμουτσακίζουμι = πέφτω στο γκρεμό
Γκρίτζιαλου = το γκρινιάρικο
Γκριτσμάς = το τραπέζι σε φίλους που βοήθησαν σε κάποια δουλειά
Γκρυλίζου = γρυλλίζω
Γλυλουμένους = τρυπημένος με βελόνα
Γκυλώνου = τρυπώ με βελόνα
Γκώνουμι = πνίγομαι από το φαγητό
Γλέπω = βλέπω
Γλήγουρα = γρήγορα
Γλίτσα = η βρωμιά που έγινε λίπος
Γλιτσιάζου = λερώνω
Γλιτσιάρ΄ς = βρωμιάρης
Γλυκάδια = μεζές από αδένες σφαχτού ζώου
Γλουσσίδ’ = το βαρίδιο της καμπάνας
Γνέφου = κάνω  σινιάλο
Γ’νι = το υνί
Γ’νικίζου = συμπεριφέρομαι σαν γυναίκα
Γνικουτός = αυτός που ανακατεύετε σε δουλειές γυναικών
Γουδουχέρ’ = το γουδοχέρι
Γουμάρ = γαϊδούρι
Γούμινους = ο ηγούμενος
Γόνα(ς) = το γόνατο
Γουνιά = η εστία του τζακιού
Γουνιδ = η γωνία του ψωμιού
Γόνους = τα νεαρά , νεογέννητα ζωντανά
Γούρνα = μικρή λακκούβα για νερό (λάκκος)
Γούπατου = μια περιοχή που είναι χαμηλή έχει δηλαδή γούβα
Γραβαλίζου = κάνω θόρυβο ψάχνοντας κάτι
Γραβάλ’σμα = ο θόρυβος του ψαχουλέματος
Γράδα = οι βαθμοί οινοπνεύματος
Γραδάρου = μετρώ τα γράδα
Γραμματκούδ = μικρό πουλί
Γραπάτσουμα = γρατσούνισμα
Γραπατσουμένους = ο γρατσουνισμένος
Γραπατσώνου = γρατσουνιά
Γράπουμα = πιάσιμο , άρπαγμα
Γραπουμένους = ο πιασμένος
Γρασίδ’ = το μικρό φυτρωμένο σιτάρι
Γρέκ’ = πρόχειρο μαντρί ή ένα μέρος που δεν το πιάνει ο άνεμος και
              πηγαίνουν το ζώα και η άνθρωποι για να προστατευτούν
γρόσ’ = τούρκικο νόμισμα επί τουρκοκρατίας 
γρόθους = γροθιά
γ’ρούνα = το θηλυκό γουρούνι 
γ’ρουνάρ’ς = ο χοιροβοσκός
γ’ρουνουκούμασου = το κουμάσι για τα γουρούνια
γρούν’ = γουρούνι
Γ’ρουνουτσάρουχα = παπούτσια από δέρμα γουρουνιού
Γ’ρουνουτόμαρου = το τομάρι του γουρουνιού
Γρουνουφάι = φαγητό γουρουνιών , πρόχειρο και σκάρτο φαγητό
Γ’ρουτσανώ = γρατζουνώ
Γυνί = υνί
Γυαλουκουπάου = λάμπω , γυαλίζω πάρα πολύ 
Γυρεύω = ψάχνω