Γ
Γαβάν’ = το
γουδί , αυνανισμός
Γαβανιάρ’ς
= μικρό παιδί (σε ηλικία)
Γαβανίζουμι
= αυνανίζομαι
Γάδαρους –
γαδούρ = ο γάιδαρος
Γαζιρό =
καμινέτο
Γαλανίζ =
ασπρίζει το τσίπουρο
Γαλάρια = η
γίδα που έχει γάλα και μπορεί να αρμεχτεί
Γαλατίλις =
η μυρωδιά από το γάλα
Γαλότσα =
πλαστικά παπούτσια ή καουτσουκένια μπότα
για δουλειά
Γαλέντζια =
παπούτσια από δέρμα γουρουνιού και με ξύλινους πάτους
Γάνα = το
επίχρυσμα , η πράσινη σκουριά του χαλκού
Γανάδα =
μεγάλη προσπάθεια, κούραση , η ταλαιπωρία
Γανιάζου =
παιδεύομαι , ταλαιπωρούμαι
Γανιασμένους
= ο ταλαιπωρημένος
Γάνουμα = η
διαδικασία επικάλυψης χάλκινου σκεύους με κασσίτερο
Γανουμένου
= το γανωμένο
Γανουτζής =
ο γανωτής
Γανώνου =
γανώνω
Γαργαλιούμι
= γαργαλιέμαι
Γάρους = η
άλμη
Γαρουφάκ =
γυάλινο σκεύος για ρακί
Γατσιάζου =
διψώ πολύ
Γάτσιασμα =
η πού μεγάλη δίψα
Γατσιαμένους
= ο διψασμένος
Γειτουνεύου
= πάω επίσκεψη , είμαι γείτονας , ο γείτονας μου
Γειτουνιά =
η γειτονιά
Γέρνου =
γέρνω
Γιαζίκ =
κρίμα , έλεος
Γιαίμ’ς =
Ιωακείμ
Γιάρας(ο) =
πληγή
Για ταυτου =
γι ‘ αυτό
Γίδ = το
κατσίκι
Γιδόστρατα
= το μονοπάτι από τα γίδια
Γιλάδ = η
αγελάδα
Γιλαδαρίζου
= η συμπεριφορά μου είναι αγενής
Γιλαδάρ’κα
= αγενέστατα , άξεστα
Γιλαδάρς =
ο βοσκός αγελάδων
Γιλαδ’νός =
ο αγελαδινός
Γιλαδουκούριμα
= το κούρεμα των αγελάδων (έκφραση που χρησιμοποιείτε
για κάτι που θα
πάρουμε και δεν θα δώσουμε πίσω ποτέ)
Γινατ’ = το
πείσμα
Γινά’τουμα
= το πείσμα ενός ανθρώπου ή ζώου
Γινν΄τούρια
= γεννητούρια
Γινκι = έγινε
Γιόκας = ο
χαϊδεμένος γιός
Γιομα = το
απόγευμα
Γιόμουσι =
γέμισε
Γιουβάνς =
ξεροκέφαλος
Γιούργια =
ορμάμε μπροστά , έφοδος , επίθεση
Γιούρντ’μα
= η επίθεση
Γιουρντώ =
επιτίθεμαι
Γιουρούκ(ι)
= χοντράνθρωπος
Γιουρούκ’ς
= ξεροκέφαλος , ανόητος , βάρβαρος
Γιουρουμπισμπίκ’ς
= ξεμωραμένος γέρος
Γιουρουσάφλιακας
= πού γέρος
Γιουρντώ =
ορμώ
Γιουφύρ = η
γέφυρα
Γιουφτιά =
η γυφτιά , τσιγγουνιά , ζητιανιά
Γιουφτλίκ’
= η τσιγγουνιά
Γιούφτους =
ο γύφτος
Γιουφτιούδια
= τα γυφτάκια
Γιρεβου =
ψάχνω
Γκαβάδ = ο
στραβός , ο απρόσεκτος άνθρωπος , ο πρωτάρης
Γκαβά =
τυφλά
Γκαβάθκα =
δε βλέπω
Γκαβαλίνα =
περιττώματα αλόγου
Γκαβός =
αυτός που δεν βλέπει καλά
Γκάβουμα =
η τύφλωση
Γκαβουμάρα
= το τύφλωμα
Γκαβουμένους
= τυφλωμένος
Γκαβώνου =
τυφλώνω
Γκαβώνουμι
= τυφλώνομαι
Γκαζιρό =
μικρό και μεταλλικό λινάρι πετρελαίου
Γκαϊλές =
στενοχώρια , καημός
Γκαλιγκότσ’
= το καβαλίκεμα στη πλάτη ή στο λαιμό, κουβαλάω κάτι στη πλάτη μου
Γκαλιουρίζου
= κρυφοκοιτώ
Γκαστρουμέν
= έγγειος
Γκαργκαλιάρ’ς
= αυτός που γαργαλάει
Γκαργκάλ’μα
= το γαργάλιμα
Γκαρκαλώ =
γαργαλώ
Γκαρέλα =
δυνατό κλάμα
Γκαρίζου =
φωνάζω , κλαίω δυνατά
Γκαρουμαχώ
= φωνάζω , κλαίω δυνατά
Γκάρσ΄μα =
το γκάρισμα του γαϊδάρου
Γκάστρουμα
= η σύλληψη
Γκαστρουμέν’
= η έγκυος
Γκαστρώνου
= αφήνω κάποια έγκυο
Γκαστρώνουμι
= είμαι έγκυος
Γκ’βανώ =
κουβαλώ
Γκ’βάρ = το
κουβάρι
Γκ’βάρα = ο
σωρός
Γκ’βάς = ο
κουβάς
Γκ’δί = το
γουδί
Γκ’δούν =
το κουδούνι
Γκ’δούνα =
κουδούνα ζώων
Γκέκας = ο
αλβανός εργάτης , χαμάλης , ο πολύ εργατικός
Γκέλουμα =
το τρύπημα με βελόνα
Γκ’ζάν =
για άνθρωπο ό βλάκας
Γκιόσα = η
κατσίκα με καφέ χρώμα , ή άσχημη γυναίκα
Γκιόν’ς =
αφελής άνθρωπος
Γκιούμ’ =
μεγάλο δοχείο για το γάλα
Γκιουρντέλ
= περιλαίμιο
Γκιρίζ’ = ο
υπόνομος
Γκιώνουμι =
φωνάζω ή κατηγορώ κάποιον
Γκλάβα = το
κεφάλι
Γκλαβανό =
άνοιγμα στο ταβάνι για να μπαίνεις στη σκεπή του σπιτιού
Γκλαξιά =
γουλιά
Γκλιαγκουρίζου
= καταπίνω
Γκλοστρς =
κυλινδρικό μακρύ ξύλο που ανοίγουμε φύλλα για την πίτα
Γκ’ντώ =
σκουντώ
Γκ’ντίνα =
δυνατό κύμα , δυνατή σπρωξιά
Γκόθκα =
μπούχτισα από το
φαγητό
Γκου’βνός =
στοίβα , μικρός λόφος
Γκούβνιασα
= έκανα ένα σωρό , στοίβαξα πολλά πράγματα το ένα πάνω στο
άλλο
Γκουβνιάσκα
= κάθισα κάπου για πολύ ώρα
Γκούγκδα’ς
= εξόγκωμα από χτύπημα
Γκουγκώ =
αναστενάζω από τον πόνο , βογγώ
Γκουγκούσα
= πασχαλινό γλυκό ψωμί
Γκουζιούχα
= η μάλλινη κάπα που φορούσαν το χειμώνα
Γκουργκλιά
= γουλιά
Γκουργκουλιζ’
= ανακατεύεται η κοιλιά μου
Γκούρλουμα
= το μεγάλο άνοιγμα των ματιών
Γκουρλουμάτ’ς
= αυτός που έχει μεγάλα και ανοιχτά μάτια
Γκουρλουμένους
= αυτός που έχει τα μάτια ορθάνοιχτα
Γκούρλουσα
= άνοιξα τα μάτια πάρα πολύ
Γκουρτζιέλ’(ι)
= μικρό γουρούνι
Γκού’γκδας
= μικρό εξόγκωμα
Γκούς =
στομάχι κότας
Γκρέμνια =
γκρεμοί
Γκρέμνου =
γκρεμός
Γκριμουτσακίζουμι
= πέφτω στο γκρεμό
Γκρίτζιαλου
= το γκρινιάρικο
Γκριτσμάς =
το τραπέζι σε φίλους που βοήθησαν σε κάποια δουλειά
Γκρυλίζου =
γρυλλίζω
Γλυλουμένους
= τρυπημένος με βελόνα
Γκυλώνου =
τρυπώ με βελόνα
Γκώνουμι =
πνίγομαι από το φαγητό
Γλέπω =
βλέπω
Γλήγουρα =
γρήγορα
Γλίτσα = η
βρωμιά που έγινε λίπος
Γλιτσιάζου
= λερώνω
Γλιτσιάρ΄ς
= βρωμιάρης
Γλυκάδια =
μεζές από αδένες σφαχτού ζώου
Γλουσσίδ’ =
το βαρίδιο της καμπάνας
Γνέφου =
κάνω σινιάλο
Γ’νι = το
υνί
Γ’νικίζου =
συμπεριφέρομαι σαν γυναίκα
Γνικουτός =
αυτός που ανακατεύετε σε δουλειές γυναικών
Γουδουχέρ’
= το γουδοχέρι
Γουμάρ =
γαϊδούρι
Γούμινους =
ο ηγούμενος
Γόνα(ς) =
το γόνατο
Γουνιά = η
εστία του τζακιού
Γουνιδ = η
γωνία του ψωμιού
Γόνους = τα
νεαρά , νεογέννητα ζωντανά
Γούρνα =
μικρή λακκούβα για νερό (λάκκος)
Γούπατου = μια
περιοχή που είναι χαμηλή έχει δηλαδή γούβα
Γραβαλίζου
= κάνω θόρυβο ψάχνοντας κάτι
Γραβάλ’σμα
= ο θόρυβος του ψαχουλέματος
Γράδα = οι
βαθμοί οινοπνεύματος
Γραδάρου =
μετρώ τα γράδα
Γραμματκούδ
= μικρό πουλί
Γραπάτσουμα
= γρατσούνισμα
Γραπατσουμένους
= ο γρατσουνισμένος
Γραπατσώνου
= γρατσουνιά
Γράπουμα =
πιάσιμο , άρπαγμα
Γραπουμένους
= ο πιασμένος
Γρασίδ’ =
το μικρό φυτρωμένο σιτάρι
Γρέκ’ =
πρόχειρο μαντρί ή ένα μέρος που δεν το πιάνει ο άνεμος και
πηγαίνουν το ζώα και η άνθρωποι
για να προστατευτούν
γρόσ’ =
τούρκικο νόμισμα επί τουρκοκρατίας
γρόθους =
γροθιά
γ’ρούνα =
το θηλυκό γουρούνι
γ’ρουνάρ’ς
= ο χοιροβοσκός
γ’ρουνουκούμασου
= το κουμάσι για τα γουρούνια
γρούν’ =
γουρούνι
Γ’ρουνουτσάρουχα
= παπούτσια από δέρμα γουρουνιού
Γ’ρουνουτόμαρου
= το τομάρι του γουρουνιού
Γρουνουφάι
= φαγητό γουρουνιών , πρόχειρο και σκάρτο φαγητό
Γ’ρουτσανώ
= γρατζουνώ
Γυνί = υνί
Γυαλουκουπάου
= λάμπω , γυαλίζω πάρα πολύ
Γυρεύω =
ψάχνω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου