Κυριακή 30 Ιουνίου 2019

Τοπικές λέξεις -Β-


B


Βαγνάς = ο βρομόστομος
Βάζου = το βάζο για τα λουλούδια ή τοποθετώ κάτι ή φοράω ένα ρούχο
Βαζουκ’οπσι = ακούστηκε πολύ δυνατά
Βαζουκουπώ = ακούγομαι πολύ δυνατά , φωνάζω , κάνω θόρυβο
Βαζούρα = φασαρία , θόρυβος
Βάϊα = η δάφνη (φυτό)
Βαϊζου = γέρνω προς τη μια μεριά
Βάισμα = πλάγιασμα , λοξό περπάτημα
Βαϊστός = γυρυτός
Βαθράκα = ο μεγάλος βάτραχος και η κοντή , χοντρή γυναίκα
Βακούφκου = η έκταση γης που δεν ανήκει σε κάποιον, γη που ανήκει στην
                     εκκλησία
Βακούφ’κους = αυτός που δεν έχει αφεντικό , νοικοκύρη
Βαλάν’ = ο καρπός της βελανιδιάς , πουρναριού, άριου
Βαλανίζου = γυρίζω άσκοπα , είμαι αφηρημένος
Βαλάντουμα = η κούραση ή το κλάψιμο
Βαλαντουμένους = ο πολύ κουρασμένους ή πολύ κλαμένος
Βαλαντώνου = κουραζμένος πολύ από τη δουλειά ή πελαγώνω (μεταφορικά)
Βάξ’ (θα βάξ’) = θα γίνει μεγάλος θόρυβος
Βαραίνου = κουράστηκα πολύ και με εγκαταλείπουν οι δυνάμεις μου ,
                   ξεπέφτω
Βαράου = χτυπώ , πληγώνομαι
Βαρβατεύου = ζωντανεύω , δε με χωράει ο τόπος , κάνω αταξίες , είμαι σε περίοδο αναπαραγωγής
Βαρβάτου = το ζώο που δεν είναι ευνουχισμένο , το μεγάλο και δυνατό 
Βαρδαρίζ’ = το ορμητικό νερό
Βαρδάρ’σμα = η ορμητική ροή του λάκκου (ποταμού)
Βαριμένους = χτυπημένος
Βαργιούμι = τεμπελιάζω
Βαριτός = βαρετός
Βαρδρουκουπάει = τρέχει πολύ νερό με δύναμη
Βαρώ = χτυπώ
Βασκανιά = μάτιασμα
Βασκαίνου = ματιάζω
(μη) βάσκανει = με μάτιασε
Βασ’λευ’ = δύει ο ήλιος
Βασταγαρια = ξύλο που χτυπώ κάτι
Βασταγμένους = οικονομικά ανεξάρτητος
Βαστάι = βάτα
Βαστώ ή Βαστιέμι = κρατώ , είμαι γερός
Βατεύ’ντι = συνουσιάζονται (συνήθως για ζώα )
Βατράλ’ = κοντή και χοντρή βέργα
Βατσίνα = εμβόλιο
Βατσνιά = αγκαθωτός άγριος θάμνος , τα βάτα
Βατσνιάζου = κάνω εμβόλιο
Βατσνιάζουμι = εμβολιάζομαι
Βατσνιασμένους = ο εμβολιασμένος
Βάθρακους = βάτραχος
Βαλανίζου = σπάω  το  κεφάλι  μου  για  κάτι , είμαι αφηρημένος , γυρνάω άσκοπα χωρίς δουλειά
Βαλτίζου = αλαφροφέρνω , πελαγώνω
Βατράλ = ξύλο που χτυπάς κάποιον
Βάχνω = πέφτω  με  κρότο
Βγάζου =βγάζω
Βγιάζουμι = βιάζομαι
Βελέτζα = μάλλινο υφαντό σκέπασμα για τον ύπνο από μαλλί προβάτου
Β’ζαρού = η γυναίκα με μεγάλα στήθη
Β΄ζί = το στήθος της γυναίκας
Β’ζιάρ’ς = ο κοιλαράς
Βζαίνου =βυζαίνω
Βιγκλίζου = κρυφοκοιτάζω
Βίγκλα = το παρατηρητήριο
Βιζανιάρκου = το μωρό
Βίζιτα = η φιλική επίσκεψη
Βιλάζ = βελάζει
Βιλάζου = φωνάζω δυνατά συνήθως από πόνο
Βιλανίδ’ ή βαλάν’ = το βελανίδι
Βιλέντσα = η φλοκάτη
Βιός = η περιουσία
Βίραγκας = μικρή λιμνούλα σε ποταμάκι
Βραδιάζ’ = βραδιάζει
Βιράνς = ο ανεπρόκοπος  , ο αχαΐρευτος , ο ασυμμάζευτος
Βιρέ = πλάγια
Βιρέ βιρέ = πλάγια από δίπλα
Βιρέμ’ς = αχαΐρευτος , δύστροπος
Βιρικουκιά = η Βερικοκιά
Βιτούλ = νεαρό κατσίκι
Βιντουζάρ = κολάι
Βιριάν = ανάποδο, καχεκτικό
Βιριάνκου = καχεκτικό , αδύνατο
Βιτούλ = κατσικάκι ενός χρόνου
Βίτσα = η μικρή βέργα
Βλαστουλουγώ = κόβω τις κορυφές από το αμπέλι
Βλαστουλογμα = κλαδεύω τα κλήματα
Βλουγιουκουμένους = αυτός που έχει στο πρόσωπο του σημάδια από την ευλογιά
Β’νιά = η κοπριά από της αγελάδες
Β’ντώνου = φουντώνω
Βόδαρους = το εύσωμο βόδι , ο μονοκόμματος άνθρωπος
Βουδαρίκους = κοροϊδευτικά ο ανόητος
Βουδνός = βοδινός
Βούζα = η κοιλιά
Βουζαβράμς = ο κοιλαράς
Βουθώ= βοηθάω
Βόλ’ = άνεση , ευκολία
Βούρ’ = εμπρός , γρήγορα
Βόλιμα = τακτοποίηση
Βουλεύω = ταχτοποιώ
Βουλούουμι = ετοιμάζομαι
Βούλλα = σφραγίδα
Βουλλώνου = σφραγίζω , σταματώ κάτι
Βουλουδέρνου = γυρνώ άσκοπα
Βούρ = εμπρός
Βόργιαζμα = το κλείσιμο μέσα σε ένα χώρο
Βουβό = αμίλητο
Βουδαρίκου = η ανόητη γυναίκα ή άντρας
Βουδούδ’ = το μικρό βόδι
Βούζα = η κοιλιά
Βουθώ = βοηθώ
Βούλα = η σφραγίδα
Βουλάει = χωράει , ταιριάζει
Βουλευου = τακτοποιώ, ετοιμάζω
Βουλεύουμι = τακτοποιούμαι
Βουλιμένους =τακτοποιημένος
Βουλουδέρνου = γυρνώ από δω και από κει
Βουρ = εμπρός, έτοιμοι
Βουρβλάκιασι = γέμισε
Βουρβλακιάζου = γεμίζω , πληθαίνω
Βουργιάζου = μαντρώνω
Βουργιαζμένους = μαντρωμένος
Βουργιάσκα =κλείστηκα , κλειδώθηκα μέσα
Βουρλαίνουμι = ζαλίζομαι
Βουρλαμάρα = ζαλάδα , βλακεία
Βουρλίζουμι = στριφογυρνώ ζαλισμένος
Βουρλός = ο χαζός
Βουρός = το πρόχειρο μαντρί
Βουρίζ = όταν πιάνει οργασμός τα ζώα
Βουρλακιαζου = γεμίζω
Βουρλαίνου = τρελαίνω
Βουρλίζουμι = ζαλίζομαι από τις πολλές σκοτούρες , σκέψεις
Βουρός = ο πρόχειρος τοίχος στο μαντρί
Βουσκός = ο βοσκός
Βουτάνι = το βότανο
Βουτνάρες = πήλινα δοχεία
Βουρλός = τρελός
Βουρός  = το μέρος όπου είναι τα ζώα
Βραδιάζ = νυχτώνει
Βαρδαρίζ = ο ήχος του  νερού  που  τρέχει
Βρακουζούν = μακρύ αντρικό εσώρουχο ή το κομμάτι ύφασμα που έδεναν τη βράκα τους
Βρακουζούνα = το κορδόνι που κρατούσε το βρακί ή τη βράκα
Βράζ’ = τοβράσιμο
Βρασιά = το φαγητό που χωράει σε μια κατσαρόλα
Βρε = βρές
Βρόντ’μα = το χτύπημα της πόρτας , ο ξαφνικός ήχος
Βρόντους = βροντή
Βρόυντ’άει = χτυπάει , ο θόρυβος από τις αστραπές και τους κεραυνούς
Βρουντάου = χτυπώ , παρατώ κάτι
Βρόχ΄= η θυλιά από τρίχα αλόγου για πουλιά































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου