Κυριακή 16 Ιουνίου 2019

Τοπικές λέξεις -Α-


A


Αβασκάνω = ματιάζω 
Αβασκαϊνου = ματιάζω
Αβάριτους = αυτός που δεν βαριέται
Αβγατίζου = αυξάνω
Αβγιούμι = διηγούμαι
Αβγουλουγώ = βλέπω  αν  η  κότα  είναι  έτοιμη  να  κάνει  αυγά με το δάχτυλο
Άβδαλους = αδέξιος 
Αβέρτα = συνέχεια
Αβνταλους = αδέξιος
Αβλαντίζου = αγναντεύω , βλέπω
Αβραϊά = ο λάκκος που ανοίγει το υνί στο όργωμα
Αγάλ(ι0 – αγάλ(ι) = σιγά σιγά
Αγάνουτους = το μαγειρικό σκεύος που δεν είναι γανωμένο και για τον
                       άνθρωπο αυτός που  δεν έχει πολύ πείρα ή ο εξευτελισμένος
Αγάντα = κόντρα
Αγαντάρου = ντέχω , κρατώ , βαστώ , αντέχω
Αγγειό = το μικρό δοχείο συνήθως για υγρά
Αγγουνάρ = η γωνιακή πέτρα
Αγγουρίδα = το άγουρο φρούτο, καρπός
Αγγουρουμάνα = το πρωτό και μεγάλο αγγούρι για σπόρο
Αγέρας = ο δυνατός άνεμο
Αγιάζ’ = το ρεύμα του αέρα που είναι παγωμένο ή υγρό
Αγιέρας =ο δυνατός αέρας ή η υγρασία
Αγκάν(ι) = το Λιόπουρνο ή το Γκί
Αγκαλιά = η αγκαλιά μας ή το σύνολο πραγμάτων που μπορούμε να πάρουμε
                  στα δύο  μας χέρια
Αγκειό = μεταλλικό σεύος του σπιτού
Αγκίδα = το μικρό κομάτι ξύλου που μπαίνει κάπου στο σώμα μας 
Αγκλίτσα = η γκλίτσα , το μπαστούνι που έχουν οι τσομπάνοι
Αγκιλόνου = τσιμπώ  με  βελόνα
Αγκλέφαρους = το μέτοπο
Αγκουρνιτσία = άγρια αχλαδιά
Αγκουρνιτσόχλαδου = τα άγριο αχλάδι
Αγκόυτκας = ο σβέρκος
Αγριντιά = κορμός δέντρου στη σκεπή του σπιτιού
Αγρέβου = γίνομαι  άγριος
Αδιάζου = ευκαιρώ
Αδιρφουμίρ’ = το μερίδιο του αδερφού από την περιουσία
Αδιφτέρ’στους = το χωράφι η το αμπέλι που δεν το έσκαψαν δύο φορές
Αδράχτ = το αδράχτι , ξύλινη κατασκευή στην υφαντουργία
Αδραχτάς = αυτός που πουλάει αδράχτια
Αϊ- = ο Άγιος
Άϊ = τράβα , φύγε , πήγαινε
Άι= επιφώνημα σε πόνο ή θαυμασμό
Άιντι = πηγαινε 
Ακατάστα΄τους = ανακατεμένος , ατιμελητος
Ακατακάθστους = αυτός που δεν μπορεί να καθίσει στη θέση του
Ακάμουτου = το παρατημένο χωράφι , το χέρσο 
Α’καμπέτ = παρά ταύτα , όπως το περίμενα ήρθε
Ακάτ = κάτω
Ακλουθώ = ακολουθώ
Ακόλα = το φύλο χαρτί
Ακουλάζομαι = κολάζομαι
Ακουλλ’μένου = το κολημένο
Ακουλνω = κολλώ
Αλ(ι)μα = η κρέμα που αλείφεται
Αλάν’ = το ζωηρώ , άτακτο παιδί
Αλανιάζου = κουράζω , ταλαιπωρώ κάποιον
Αλανιάρα = η περπατημένη γυναίκα , αυτή που κάνει πολλά καμώματα 
Αλατου’μπου’μπούτσις = έβαλες  πολύ  αλάτι
Αλαφιάζουμι = τεντώνω  τα  αυτιά για να ακούσω κάτι , τρομάζω , ξαφνιάζομαι
Αλαφιασμένους = τρομαγμένος
Αλαφρουγκάνταρου = επιπόλαιο , ελαφρόμυαλο
Αλείφου = αλείφω
Αλαφρουπάμπουρου = ελαφρόμυαλος , επιπόλαιος
Αλειξουράδα = λαιμαργία
Αλείξουρους = ο λαίμαργος
Αλιζβιρισ’ = η συναλλαγή
Αλισφακιά ή λισφακιά = το φασκόμηλο
Αλλάζου = κάνω αλλαγή , φοράω κάτι άλλο
Αλλαξιά = τα εσώρουχα
Αλλνού = άλλου
Άλλουτι = άλλοτε
Αλλουγάς = άλογο
Αλουνίζου = αλωνίζω
Αλμάκ(ι) = κορμός δέντρου
Αλμπάνς = πεταλωτής , ο απατεώνας γιατρός και μεταφορικά ο ατζαμής
Αλμπίζουμι = επιθυμώ κάτι μπάρα πολύ
Άλνοι = άλλοι
Αλπούμι = λυπάμαι
Αλ’τσιάς = το πέταλο
Αλφαδιά = ευθία
Αλφαδιάζου = βάζω κάτι σε ευθεία , ισιώνω οριζόντια ή κάθετα
Αλφαδιάζουμι = ξαπλώνω στο κρεβάτι
Άμ = μα , όμως
Αμάκα = η τράκα , το τζάμπα
Αμακατζής = τρακαδόρος , τζαμπατζής
Αμανάτ = το ξεχασμένο , το άχρηστο , παρακαταθήκη
Αμασκάλ’ = η μασχάλη
Αμανέτ’ = ενέχυρο
Αμέτ’ μουχαμπέτ’ = θέλεις δε θέλες , με το ζόρι
Αμπάρα = σύτης
Αμπαρώνου = κλείνω την πόρτα με το σύρτη , ασφαλίζω
Αμόν’ =  το αμόνι
Αμπόλ’ = το κομμάτι που αμπολιάζουμε
Αμπόλιασμα = ο εμβολιασμός των φυτών
Αμπουλιάζου = εμβολιάζω
Αμπουλιασμένους = ο εμβολιασμένος
Άμπουρας = η υπερβολική ζέστη , η κάψα 
Αναγκιουμένους = αυτός που έχει μεγάλη ανάγκη
Ανάκαρα = κουράγιο , δύναμη , σωματική δύναμη
Αναμ = ένα γεγονός μεγάλο , σημαντικό , κατόρθωμα , μύθος , ανάμνηση
Άναμα = το άναμα της φωτιάς
Ανάμα = το κρασί τηεΘείας λειτουργίας
Αναμούρα = η έξαψη , το φούντωμα
Αναπαυμός = η ξεκούραση
Ανασκουμπουμένους = προετοιμασμένος για δουλειά με σηκωμένα τα μανίκια
Ανασκουμπώνουμι = σηκώνω τα μανίκια για δουλειά , κάνω γρήγορα μια
                                   δουλειά για να τελειώσει
Αναχουβουλιάζουμι = σηκώνομαι από τον ύπνο σιγά σιγά χωρίς θόρυβο  
Ανεγρώνου = ξεσηκώνω  κάποιον  για  κάτι
Ανέμ’ = τοξύλινο μηχάνημα που βάζομε το νήμα για να το μαζέψουμε
Ανεμίζου = δίνω  σημεία  ζωής
Ανήλιου = αυτό που δεν το βλέπει ο ήλιος
Ανημέρουτους = ο άνθρωπος που δεν εξημερώνετε
Ανήμιρα = αυθυμερόν
Ανήμιρους = ο άγριος
Ανήμπουρους = ο άνθρωπος που είναι άρρωστός και δεν μπορεί
Ανιγρώνου = δίνω θάρρος σε κάποιον να κάνει κάτι 
Ανιθάρρητου = απρόβλεπτο
Ανικουκούρδα = οκλαδόν
Ανιπρόκουπους = ο άνθρωπος που δεν έχει προκοπή , που δεν κάνει κάτι
                             καλό
Ανισκουμπώνουμι = σηκώνω  τα  μανίκια , ετοιμάζομαι
Ανιμίζ = κουνιέται από τον αέρα
Ανιμίζου = κουνάω κάτι στον αέρα
Ανιέφκι = ανέβηκε κάπου πιο ψηλά
Ανιπρόκουπους = αυτός που δεν έχει προκόψει , ο ανεπρόκοπος
Ανισαίνου = ανσαίνω
Άνιφτους = άπλυτος
Ανιχόρταγους = ο αχόρταγος
Ανιχουβουλιάζουμι = σηκώνομαι από τον ύπνο
Αν’κώ = νικώ
Α’νόνας = η σοδιά ενός έτους
Αντάμ’ = τρομάρα , μεγάλο κακό
Ανάμ’  παπαντάμ = από παλία , από τους προγόνους
Αντάμ’ς = άνθρωπος
Ανταμώνω = συναντώ
Αντάρα = η σκόνη , η ομίχλη
Ανταριάζ’ = πιάνει αντάρα , καπνό
Αντάρτσ’ = αντάρτης
Ανταριασμένους = γεμάτος καπνό
Αντέτ = συνήθεια , έθιμο
Άντι = άιντε
Αντί = ενώ
Άντι , άντι = παρακίνηση ή παράκληση
Αντιδιάρς = αυτός που έχει ταινία μέσα του ( βγάζει σκουλήκια )
Άντιρα = τα έντερα
Αντίρα = το ίχνος , πατημασιά
Αντιρου = το έντερο
Αντιρουκουμένους = αδύνατος , νηστικός
Αντιρίδα = υποστύλωμα
Αντίσπουρου = ενοίκιο για την καλλιέργεια του  χωραφιού
Αντραγασιά = ανδρεία , καλή πράξη
Αντρειά = αντρεία
Αντρουμοίρ’ = η κληρονομιά της γυναίκας από τον άντρα της
Ανύμπουρους = αβοήθητος, λίγο κουρασμένος ή λίγο άρρωστος
Ανιχουβουλιάζουμι = σηκώνομαι  από  τον  ύπνο
Ανταργιάζ = η πολύ ομίχλη
Αντράδερφους = ο αδερφός του άντρα της γυναίκας
Αντιργιούμι = διστάζω
Άνωνα = η ετήσια οικογενειακή αυτάρκεια σε δημητριακά και τρόφιμα
Αξέχουρα = χωριστά
Αξούγκ’ = το ξύγκι , το λίπος
Απάγκιου = το μέρος που δεν το πιάνει ο αέρας
Απαδιάζου = αδειάζω  λίγο  νερό  από  το  δοχείο
Απαλάμ’ = η παλάμη
Απάν’ = επάνω
Απανουτά = ήρθαν μαζεμένα , το ένα μετά το άλλο , συνέχεια
Απαρατώ = αφήνω
Απαφίνου = δίνω  παραγγελία  σε  κάποιον
Απέθατου = αθάνατο , παντοτινό
Απίκου = είμαι έτοιμος , περιμένω , καραδοκώ
Απλουγιούμι = απαντώ
Απόλ’ι = άφησε , σχόλασε
Απόμνει = έμεινε εκεί που ήταν
Απόπατους = η τουαλέτα
Απόκανα = παρακουράστηκα
Απόστασα = κουράστηκα
Απόι = το βορινό ελαφρό αεράκι
Απόπατους = η τουαλέτα
Απόσουμα = το τελείωμα
Απουβραδύ = νωρίς το βράδυ
Απουκοβου = λέω πόσοι είναι η ζημιά ή  σταματώ το θηλασμό
Απουκριμνιούμι = κρεμιέμαι 
Απουλιάνα = μικρό ανοιχτώ χωράφι συνήθως ανάμεσα σε δέντρα ή μικρή
                     πεδιάδα
Απουμένου = μένω πίσω , στάσιμος
Απουστένου = αφήσετε ή αναρρώνω
Απουσώνω = αποτελειώνω
Απουρίχν = αποβάλλει
Απουθμώ = επιθυμώ
Απουκόβου = σταματώ  το  θηλασμό
Απουκρέυου = τρώω  κρέας  την  τελευταία  μέρα  της  Αποκριάς
Απουκριμνιούμι = κρέμομαι  από  κάτι
Απουσταίνου = κουράζομαι
Απουλείπιτι = κάτι  μας  λείπει
Απουλνώ = αφήνω
Απουλ’νάου = ελευθερώνω ή έχει πιάσει το μπόλιασμα στο δέντρο
Απουλ’τά = ελεύθερα , λυτά
Απουμένου = μένω  πίσω
Απουπαίρνω = δεν μιλάω καλά σε κάποιον , παραμαζεύω
Απουρρίχνου = αποβάλλω  σε  γέννα
Απουσταίνω = κουράζομαι
Απουσώνου = τελειώνω κάτι ή κάποια δουλειά
Απουχουρτήριο = η τουαλέτα
Απόψι = απόψε
Αράδα = σειρά
Αραδιάζου = βάζω σε σειρά
Αραδιασμένους =τοποθετημένος σε σειρά
Αραδίζου = πηγαίνω κάπου συχνά
Αραθυμους = οξύθυμος
Αραθυμιά = επιθυμία
Αραθύμιασα = επιθυμώ κάτι
Αραίβου = αραιώνω
Άραϊς = άραγε
Αραλικ(ι) = ευκαιρία , τεμπελιά
Αργάζου = κοροϊδεύω , υπομένω
Αρέ = εσύ
Αρέβου = αραιώνω
Αρέζου = αρέσω
Αρκουδιάρ’ς = αυτός που έχει μια αρκούδα , το άτακτο παιδί
Αρκουδίζου = τα μωρά που περπατούν στα τέσσερα
Αρκουδόβατου = άγριο βάτο με πολλά και μυτερά αγκάθια
Αρμαθιάζου = βάζω σε σειρά και ράβω τα φύλλα καπνού
Αρμακάς = σωρός από πέτρες στο χωράφι
Αρμάν’ = το δασωμένο χωράφι , το πυκνό δάσος
Αρμανιάζ’ = το εγκαταλειμμένο χωράφι που γέμισε άγρια φυτά και δέντρα
Αρματώνου = παίρνω μαζί μου όλα τα απαραίτητα
Αρναούτς = αυτός που δεν καταλαβαίνει
Αρνίθ’ το κοτόπουλο
Αρνίθα = το θηλυκό κοτόπουλο
Αρπαγμένους = θυμωμένος
Αρπάζουμι = θυμώνω
Αρπάχνου = αρπάζω , πιάνω
Αρταίνουμι = δε νηστεύω
Αρτίρσι = πιο πλούσιο , περισσότερο
Αστρινάρα = μεγάλη άσπρη πέτρα σε χωράφι
Αρταίνουμι = τρώω
Αρτήθκα = έφαγα ή έφαγα σε περίοδο νηστείας
Αρχινεύου = αρχίζω
Αρχινώ = αρχίζω
Ασίκ’ς = παλικάρι
Ασκαίνουμι = σιχαίνομαι
Ασκαμνιά = η μουριά
Ασκάμπαστους = αυτός που δεν ξέρει τίποτα
Ασ’ λλόιστους = ο ασυλλόγιστος , αυτός που δεν σκέπτεται πολύ
Ασ’μάζιφτους = αυτός που δεν ντύνεται καλά ή αυτός που τριγυρνάει βόλτες
                         και δεν πάει στο σπίτι του
Ασμάζουχτους = τσαπατσούλης
Ασ’νέρ’στους = αυτός που δεν αναλύει τα πράγματα , δεν δίνει πολύ σημασία 
Ασνιέρστους = αυτός που δεν τον υπολογίζεις δεν συνεργάζεσαι
Ασπρουβουλάει = λάμπει
Ασουγάρα = η αταξία
Άσουγους = ο άτακτος
Ασπρουβουλάει = κατάλευκος , κάτασπρος
Αστρινάρα = η σκληρές και κοφτερές πέτρες στο χωράφι
Αστουχάου = ξεχνώ
Αστοχ(η)σα = ξέχασα
Αστουχιούμι = ξεχνιέμαι
Αστουχώ = ξεχνώ
Αστόχαστους = ξεχασιάρης
Αστραποκαμένω = το καμένο από αστραπές
Αστραφτ’ = αστράφτει
Αστράφτου = λάμπω από καθαριότητα
Αστρέχα = η γωνία του σπιτιού ή το μικρό κενό (δρομάκι) από σπίτι σε σπίτι
Αστριχιά = αυτό που βγαίνει γύρο από σκεπή
Αυτούνους = αυτός
Ατζιαμής = ο αδέξιος
Αυγουλόγημα = βλέπω αν η κότα έχει αυγό να κάνει
Αυγουλουγώ = βλέπω αν έχει η κότα αυγό με το δάχτυλό μου
Άφαντους = ο εξαφανισμένος
Αφαλός = ο ομφαλός
Αφαλουκόβουμι = κόβεται ο αφαλός μου από τη βάση (από φόβο ή λαχτάρα )
Άφανους = άφαντος
Άφκα = άφησα
Άφκιμι = άσε με
Αφ’κριούμι = στήνω  αυτί , κρυφακούω
Αφουρλάκιστους = ο ασκούπιστος
Αφλάδα = η σελίδα
Αφλαδίζ = το κουνάει ο αέρας δυνατά , ανεμίζει
Άχαρους = αυτός που δεν έχει χάρη , χωρίς κανένα χάρισμα
Αχαϊριφτους = αυτός που δεν είναι σωστός άνθρωπος , που δεν προκόβει
Αχνίζ = βγάζει ατμό ένα υγρό
Αχμάκ’ς = ο χαζός
Αχούρ = ανακατεμένο δωμάτιο , ο στάβλος
Αχρειάν’ς = ανήθικος , βρώμικος άνθρωπος
Αχρέστουμους = αυτός που λέει κακά λόγια
Άχτ = επιμονή , μανία , καημός
Αχώργια = χωριστά
Αψύς = οξύθυμος και δυνατός άνθρωπος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου