A
Αβασκάνω =
ματιάζω
Αβασκαϊνου
= ματιάζω
Αβάριτους =
αυτός που δεν βαριέται
Αβγατίζου =
αυξάνω
Αβγιούμι =
διηγούμαι
Αβγουλουγώ
= βλέπω αν η
κότα είναι έτοιμη
να κάνει αυγά με το δάχτυλο
Άβδαλους =
αδέξιος
Αβέρτα =
συνέχεια
Αβνταλους =
αδέξιος
Αβλαντίζου
= αγναντεύω , βλέπω
Αβραϊά = ο
λάκκος που ανοίγει το υνί στο όργωμα
Αγάλ(ι0 –
αγάλ(ι) = σιγά σιγά
Αγάνουτους
= το μαγειρικό σκεύος που δεν είναι γανωμένο και για τον
άνθρωπο αυτός που δεν έχει πολύ πείρα ή ο εξευτελισμένος
Αγάντα =
κόντρα
Αγαντάρου =
ντέχω , κρατώ , βαστώ , αντέχω
Αγγειό = το
μικρό δοχείο συνήθως για υγρά
Αγγουνάρ =
η γωνιακή πέτρα
Αγγουρίδα =
το άγουρο φρούτο, καρπός
Αγγουρουμάνα
= το πρωτό και μεγάλο αγγούρι για σπόρο
Αγέρας = ο
δυνατός άνεμο
Αγιάζ’ = το
ρεύμα του αέρα που είναι παγωμένο ή υγρό
Αγιέρας =ο
δυνατός αέρας ή η υγρασία
Αγκάν(ι) =
το Λιόπουρνο ή το Γκί
Αγκαλιά = η
αγκαλιά μας ή το σύνολο πραγμάτων που μπορούμε να πάρουμε
στα δύο μας χέρια
Αγκειό =
μεταλλικό σεύος του σπιτού
Αγκίδα = το
μικρό κομάτι ξύλου που μπαίνει κάπου στο σώμα μας
Αγκλίτσα =
η γκλίτσα , το μπαστούνι που έχουν οι τσομπάνοι
Αγκιλόνου =
τσιμπώ με βελόνα
Αγκλέφαρους
= το μέτοπο
Αγκουρνιτσία
= άγρια αχλαδιά
Αγκουρνιτσόχλαδου
= τα άγριο αχλάδι
Αγκόυτκας =
ο σβέρκος
Αγριντιά =
κορμός δέντρου στη σκεπή του σπιτιού
Αγρέβου =
γίνομαι άγριος
Αδιάζου =
ευκαιρώ
Αδιρφουμίρ’
= το μερίδιο του αδερφού από την περιουσία
Αδιφτέρ’στους
= το χωράφι η το αμπέλι που δεν το έσκαψαν δύο φορές
Αδράχτ = το
αδράχτι , ξύλινη κατασκευή στην υφαντουργία
Αδραχτάς =
αυτός που πουλάει αδράχτια
Αϊ- = ο
Άγιος
Άϊ = τράβα
, φύγε , πήγαινε
Άι=
επιφώνημα σε πόνο ή θαυμασμό
Άιντι =
πηγαινε
Ακατάστα΄τους
= ανακατεμένος , ατιμελητος
Ακατακάθστους
= αυτός που δεν μπορεί να καθίσει στη θέση του
Ακάμουτου =
το παρατημένο χωράφι , το χέρσο
Α’καμπέτ =
παρά ταύτα , όπως το περίμενα ήρθε
Ακάτ = κάτω
Ακλουθώ =
ακολουθώ
Ακόλα = το
φύλο χαρτί
Ακουλάζομαι
= κολάζομαι
Ακουλλ’μένου
= το κολημένο
Ακουλνω =
κολλώ
Αλ(ι)μα = η
κρέμα που αλείφεται
Αλάν’ = το
ζωηρώ , άτακτο παιδί
Αλανιάζου =
κουράζω , ταλαιπωρώ κάποιον
Αλανιάρα =
η περπατημένη γυναίκα , αυτή που κάνει πολλά καμώματα
Αλατου’μπου’μπούτσις
= έβαλες πολύ αλάτι
Αλαφιάζουμι
= τεντώνω τα αυτιά για να ακούσω κάτι , τρομάζω , ξαφνιάζομαι
Αλαφιασμένους
= τρομαγμένος
Αλαφρουγκάνταρου
= επιπόλαιο , ελαφρόμυαλο
Αλείφου =
αλείφω
Αλαφρουπάμπουρου
= ελαφρόμυαλος , επιπόλαιος
Αλειξουράδα
= λαιμαργία
Αλείξουρους
= ο λαίμαργος
Αλιζβιρισ’
= η συναλλαγή
Αλισφακιά ή
λισφακιά = το φασκόμηλο
Αλλάζου =
κάνω αλλαγή , φοράω κάτι άλλο
Αλλαξιά =
τα εσώρουχα
Αλλνού =
άλλου
Άλλουτι =
άλλοτε
Αλλουγάς =
άλογο
Αλουνίζου =
αλωνίζω
Αλμάκ(ι) =
κορμός δέντρου
Αλμπάνς =
πεταλωτής , ο απατεώνας γιατρός και μεταφορικά ο ατζαμής
Αλμπίζουμι
= επιθυμώ κάτι μπάρα πολύ
Άλνοι =
άλλοι
Αλπούμι =
λυπάμαι
Αλ’τσιάς =
το πέταλο
Αλφαδιά =
ευθία
Αλφαδιάζου
= βάζω κάτι σε ευθεία , ισιώνω οριζόντια ή κάθετα
Αλφαδιάζουμι
= ξαπλώνω στο κρεβάτι
Άμ = μα ,
όμως
Αμάκα = η
τράκα , το τζάμπα
Αμακατζής =
τρακαδόρος , τζαμπατζής
Αμανάτ = το
ξεχασμένο , το άχρηστο , παρακαταθήκη
Αμασκάλ’ =
η μασχάλη
Αμανέτ’ =
ενέχυρο
Αμέτ’
μουχαμπέτ’ = θέλεις δε θέλες , με το ζόρι
Αμπάρα =
σύτης
Αμπαρώνου =
κλείνω την πόρτα με το σύρτη , ασφαλίζω
Αμόν’
= το αμόνι
Αμπόλ’ = το
κομμάτι που αμπολιάζουμε
Αμπόλιασμα
= ο εμβολιασμός των φυτών
Αμπουλιάζου
= εμβολιάζω
Αμπουλιασμένους
= ο εμβολιασμένος
Άμπουρας =
η υπερβολική ζέστη , η κάψα
Αναγκιουμένους
= αυτός που έχει μεγάλη ανάγκη
Ανάκαρα =
κουράγιο , δύναμη , σωματική δύναμη
Αναμ = ένα
γεγονός μεγάλο , σημαντικό , κατόρθωμα , μύθος , ανάμνηση
Άναμα = το
άναμα της φωτιάς
Ανάμα = το
κρασί τηεΘείας λειτουργίας
Αναμούρα =
η έξαψη , το φούντωμα
Αναπαυμός =
η ξεκούραση
Ανασκουμπουμένους
= προετοιμασμένος για δουλειά με σηκωμένα τα μανίκια
Ανασκουμπώνουμι
= σηκώνω τα μανίκια για δουλειά , κάνω γρήγορα μια
δουλειά για
να τελειώσει
Αναχουβουλιάζουμι
= σηκώνομαι από τον ύπνο σιγά σιγά χωρίς θόρυβο
Ανεγρώνου =
ξεσηκώνω κάποιον για
κάτι
Ανέμ’ =
τοξύλινο μηχάνημα που βάζομε το νήμα για να το μαζέψουμε
Ανεμίζου =
δίνω σημεία ζωής
Ανήλιου =
αυτό που δεν το βλέπει ο ήλιος
Ανημέρουτους
= ο άνθρωπος που δεν εξημερώνετε
Ανήμιρα =
αυθυμερόν
Ανήμιρους =
ο άγριος
Ανήμπουρους
= ο άνθρωπος που είναι άρρωστός και δεν μπορεί
Ανιγρώνου =
δίνω θάρρος σε κάποιον να κάνει κάτι
Ανιθάρρητου
= απρόβλεπτο
Ανικουκούρδα
= οκλαδόν
Ανιπρόκουπους
= ο άνθρωπος που δεν έχει προκοπή , που δεν κάνει κάτι
καλό
Ανισκουμπώνουμι
= σηκώνω τα μανίκια , ετοιμάζομαι
Ανιμίζ =
κουνιέται από τον αέρα
Ανιμίζου =
κουνάω κάτι στον αέρα
Ανιέφκι =
ανέβηκε κάπου πιο ψηλά
Ανιπρόκουπους
= αυτός που δεν έχει προκόψει , ο ανεπρόκοπος
Ανισαίνου =
ανσαίνω
Άνιφτους =
άπλυτος
Ανιχόρταγους
= ο αχόρταγος
Ανιχουβουλιάζουμι
= σηκώνομαι από τον ύπνο
Αν’κώ =
νικώ
Α’νόνας = η
σοδιά ενός έτους
Αντάμ’ =
τρομάρα , μεγάλο κακό
Ανάμ’ παπαντάμ = από παλία , από τους προγόνους
Αντάμ’ς =
άνθρωπος
Ανταμώνω =
συναντώ
Αντάρα = η
σκόνη , η ομίχλη
Ανταριάζ’ =
πιάνει αντάρα , καπνό
Αντάρτσ’ =
αντάρτης
Ανταριασμένους
= γεμάτος καπνό
Αντέτ =
συνήθεια , έθιμο
Άντι =
άιντε
Αντί = ενώ
Άντι , άντι
= παρακίνηση ή παράκληση
Αντιδιάρς =
αυτός που έχει ταινία μέσα του ( βγάζει σκουλήκια )
Άντιρα = τα
έντερα
Αντίρα = το
ίχνος , πατημασιά
Αντιρου =
το έντερο
Αντιρουκουμένους
= αδύνατος , νηστικός
Αντιρίδα =
υποστύλωμα
Αντίσπουρου
= ενοίκιο για την καλλιέργεια του
χωραφιού
Αντραγασιά
= ανδρεία , καλή πράξη
Αντρειά =
αντρεία
Αντρουμοίρ’
= η κληρονομιά της γυναίκας από τον άντρα της
Ανύμπουρους
= αβοήθητος, λίγο κουρασμένος ή λίγο άρρωστος
Ανιχουβουλιάζουμι
= σηκώνομαι από τον
ύπνο
Ανταργιάζ =
η πολύ ομίχλη
Αντράδερφους
= ο αδερφός του άντρα της γυναίκας
Αντιργιούμι
= διστάζω
Άνωνα = η
ετήσια οικογενειακή αυτάρκεια σε δημητριακά και τρόφιμα
Αξέχουρα =
χωριστά
Αξούγκ’ =
το ξύγκι , το λίπος
Απάγκιου =
το μέρος που δεν το πιάνει ο αέρας
Απαδιάζου =
αδειάζω λίγο νερό
από το δοχείο
Απαλάμ’ = η
παλάμη
Απάν’ =
επάνω
Απανουτά =
ήρθαν μαζεμένα , το ένα μετά το άλλο , συνέχεια
Απαρατώ =
αφήνω
Απαφίνου =
δίνω παραγγελία σε
κάποιον
Απέθατου =
αθάνατο , παντοτινό
Απίκου =
είμαι έτοιμος , περιμένω , καραδοκώ
Απλουγιούμι
= απαντώ
Απόλ’ι =
άφησε , σχόλασε
Απόμνει =
έμεινε εκεί που ήταν
Απόπατους =
η τουαλέτα
Απόκανα =
παρακουράστηκα
Απόστασα = κουράστηκα
Απόι = το
βορινό ελαφρό αεράκι
Απόπατους =
η τουαλέτα
Απόσουμα =
το τελείωμα
Απουβραδύ =
νωρίς το βράδυ
Απουκοβου =
λέω πόσοι είναι η ζημιά ή σταματώ το
θηλασμό
Απουκριμνιούμι
= κρεμιέμαι
Απουλιάνα =
μικρό ανοιχτώ χωράφι συνήθως ανάμεσα σε δέντρα ή μικρή
πεδιάδα
Απουμένου =
μένω πίσω , στάσιμος
Απουστένου
= αφήσετε ή αναρρώνω
Απουσώνω =
αποτελειώνω
Απουρίχν =
αποβάλλει
Απουθμώ =
επιθυμώ
Απουκόβου =
σταματώ το θηλασμό
Απουκρέυου
= τρώω κρέας την
τελευταία μέρα της
Αποκριάς
Απουκριμνιούμι
= κρέμομαι από κάτι
Απουσταίνου
= κουράζομαι
Απουλείπιτι
= κάτι μας λείπει
Απουλνώ =
αφήνω
Απουλ’νάου
= ελευθερώνω ή έχει πιάσει το μπόλιασμα στο δέντρο
Απουλ’τά =
ελεύθερα , λυτά
Απουμένου =
μένω πίσω
Απουπαίρνω
= δεν μιλάω καλά σε κάποιον , παραμαζεύω
Απουρρίχνου
= αποβάλλω σε γέννα
Απουσταίνω
= κουράζομαι
Απουσώνου =
τελειώνω κάτι ή κάποια δουλειά
Απουχουρτήριο
= η τουαλέτα
Απόψι =
απόψε
Αράδα =
σειρά
Αραδιάζου =
βάζω σε σειρά
Αραδιασμένους
=τοποθετημένος σε σειρά
Αραδίζου =
πηγαίνω κάπου συχνά
Αραθυμους =
οξύθυμος
Αραθυμιά =
επιθυμία
Αραθύμιασα
= επιθυμώ κάτι
Αραίβου =
αραιώνω
Άραϊς =
άραγε
Αραλικ(ι) =
ευκαιρία , τεμπελιά
Αργάζου =
κοροϊδεύω , υπομένω
Αρέ = εσύ
Αρέβου =
αραιώνω
Αρέζου =
αρέσω
Αρκουδιάρ’ς
= αυτός που έχει μια αρκούδα , το άτακτο παιδί
Αρκουδίζου
= τα μωρά που περπατούν στα τέσσερα
Αρκουδόβατου
= άγριο βάτο με πολλά και μυτερά αγκάθια
Αρμαθιάζου
= βάζω σε σειρά και ράβω τα φύλλα καπνού
Αρμακάς =
σωρός από πέτρες στο χωράφι
Αρμάν’ = το
δασωμένο χωράφι , το πυκνό δάσος
Αρμανιάζ’ =
το εγκαταλειμμένο χωράφι που γέμισε άγρια φυτά και δέντρα
Αρματώνου =
παίρνω μαζί μου όλα τα απαραίτητα
Αρναούτς =
αυτός που δεν καταλαβαίνει
Αρνίθ’ το
κοτόπουλο
Αρνίθα = το
θηλυκό κοτόπουλο
Αρπαγμένους
= θυμωμένος
Αρπάζουμι =
θυμώνω
Αρπάχνου =
αρπάζω , πιάνω
Αρταίνουμι
= δε νηστεύω
Αρτίρσι =
πιο πλούσιο , περισσότερο
Αστρινάρα =
μεγάλη άσπρη πέτρα σε χωράφι
Αρταίνουμι
= τρώω
Αρτήθκα =
έφαγα ή έφαγα σε περίοδο νηστείας
Αρχινεύου =
αρχίζω
Αρχινώ =
αρχίζω
Ασίκ’ς =
παλικάρι
Ασκαίνουμι
= σιχαίνομαι
Ασκαμνιά =
η μουριά
Ασκάμπαστους
= αυτός που δεν ξέρει τίποτα
Ασ’
λλόιστους = ο ασυλλόγιστος , αυτός που δεν σκέπτεται πολύ
Ασ’μάζιφτους
= αυτός που δεν ντύνεται καλά ή αυτός που τριγυρνάει βόλτες
και δεν πάει στο σπίτι
του
Ασμάζουχτους
= τσαπατσούλης
Ασ’νέρ’στους
= αυτός που δεν αναλύει τα πράγματα , δεν δίνει πολύ σημασία
Ασνιέρστους
= αυτός που δεν τον υπολογίζεις δεν συνεργάζεσαι
Ασπρουβουλάει
= λάμπει
Ασουγάρα =
η αταξία
Άσουγους =
ο άτακτος
Ασπρουβουλάει
= κατάλευκος , κάτασπρος
Αστρινάρα =
η σκληρές και κοφτερές πέτρες στο χωράφι
Αστουχάου =
ξεχνώ
Αστοχ(η)σα
= ξέχασα
Αστουχιούμι
= ξεχνιέμαι
Αστουχώ =
ξεχνώ
Αστόχαστους
= ξεχασιάρης
Αστραποκαμένω
= το καμένο από αστραπές
Αστραφτ’ =
αστράφτει
Αστράφτου =
λάμπω από καθαριότητα
Αστρέχα = η
γωνία του σπιτιού ή το μικρό κενό (δρομάκι) από σπίτι σε σπίτι
Αστριχιά =
αυτό που βγαίνει γύρο από σκεπή
Αυτούνους =
αυτός
Ατζιαμής =
ο αδέξιος
Αυγουλόγημα
= βλέπω αν η κότα έχει αυγό να κάνει
Αυγουλουγώ
= βλέπω αν έχει η κότα αυγό με το δάχτυλό μου
Άφαντους =
ο εξαφανισμένος
Αφαλός = ο
ομφαλός
Αφαλουκόβουμι
= κόβεται ο αφαλός μου από τη βάση (από φόβο ή λαχτάρα )
Άφανους =
άφαντος
Άφκα =
άφησα
Άφκιμι =
άσε με
Αφ’κριούμι
= στήνω αυτί , κρυφακούω
Αφουρλάκιστους
= ο ασκούπιστος
Αφλάδα = η
σελίδα
Αφλαδίζ =
το κουνάει ο αέρας δυνατά , ανεμίζει
Άχαρους =
αυτός που δεν έχει χάρη , χωρίς κανένα χάρισμα
Αχαϊριφτους
= αυτός που δεν είναι σωστός άνθρωπος , που δεν προκόβει
Αχνίζ =
βγάζει ατμό ένα υγρό
Αχμάκ’ς = ο
χαζός
Αχούρ =
ανακατεμένο δωμάτιο , ο στάβλος
Αχρειάν’ς =
ανήθικος , βρώμικος άνθρωπος
Αχρέστουμους
= αυτός που λέει κακά λόγια
Άχτ =
επιμονή , μανία , καημός
Αχώργια =
χωριστά
Αψύς =
οξύθυμος και δυνατός άνθρωπος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου