Πέμπτη 11 Ιουλίου 2019

Τοπικές λέξεις -Γ-


Γ



Γαβάν’ = το γουδί , αυνανισμός
Γαβανιάρ’ς = μικρό παιδί (σε ηλικία)
Γαβανίζουμι = αυνανίζομαι
Γάδαρους – γαδούρ = ο γάιδαρος
Γαζιρό = καμινέτο
Γαλανίζ = ασπρίζει το τσίπουρο
Γαλάρια = η γίδα που έχει γάλα και μπορεί να αρμεχτεί
Γαλατίλις = η μυρωδιά από το γάλα
Γαλότσα = πλαστικά παπούτσια  ή καουτσουκένια μπότα για δουλειά
Γαλέντζια = παπούτσια από δέρμα γουρουνιού και με ξύλινους πάτους
Γάνα = το επίχρυσμα , η πράσινη σκουριά του χαλκού
Γανάδα = μεγάλη προσπάθεια, κούραση , η ταλαιπωρία
Γανιάζου = παιδεύομαι , ταλαιπωρούμαι
Γανιασμένους = ο ταλαιπωρημένος
Γάνουμα = η διαδικασία επικάλυψης χάλκινου σκεύους με κασσίτερο
Γανουμένου = το γανωμένο
Γανουτζής = ο γανωτής
Γανώνου = γανώνω
Γαργαλιούμι = γαργαλιέμαι
Γάρους = η άλμη
Γαρουφάκ = γυάλινο σκεύος για ρακί
Γατσιάζου = διψώ πολύ
Γάτσιασμα = η πού μεγάλη δίψα
Γατσιαμένους = ο διψασμένος
Γειτουνεύου = πάω επίσκεψη , είμαι γείτονας , ο γείτονας μου
Γειτουνιά = η γειτονιά
Γέρνου = γέρνω
Γιαζίκ = κρίμα , έλεος
Γιαίμ’ς = Ιωακείμ
Γιάρας(ο) = πληγή
Για ταυτου = γι ‘ αυτό
Γίδ = το κατσίκι
Γιδόστρατα = το μονοπάτι από τα γίδια
Γιλάδ = η αγελάδα
Γιλαδαρίζου = η συμπεριφορά μου είναι αγενής
Γιλαδάρ’κα = αγενέστατα , άξεστα
Γιλαδάρς = ο βοσκός αγελάδων
Γιλαδ’νός = ο αγελαδινός
Γιλαδουκούριμα = το κούρεμα των αγελάδων (έκφραση που χρησιμοποιείτε
                              για κάτι που θα πάρουμε και  δεν θα δώσουμε πίσω ποτέ)
Γινατ’ = το πείσμα
Γινά’τουμα = το πείσμα ενός ανθρώπου ή ζώου
Γινν΄τούρια = γεννητούρια
Γινκι = έγινε
Γιόκας = ο χαϊδεμένος γιός
Γιομα = το απόγευμα
Γιόμουσι = γέμισε
Γιουβάνς = ξεροκέφαλος
Γιούργια = ορμάμε μπροστά , έφοδος , επίθεση
Γιούρντ’μα = η επίθεση
Γιουρντώ = επιτίθεμαι
Γιουρούκ(ι) = χοντράνθρωπος
Γιουρούκ’ς = ξεροκέφαλος , ανόητος , βάρβαρος
Γιουρουμπισμπίκ’ς = ξεμωραμένος γέρος
Γιουρουσάφλιακας = πού γέρος
Γιουρντώ = ορμώ
Γιουφύρ = η γέφυρα
Γιουφτιά = η γυφτιά , τσιγγουνιά , ζητιανιά
Γιουφτλίκ’ = η τσιγγουνιά
Γιούφτους = ο γύφτος
Γιουφτιούδια = τα γυφτάκια
Γιρεβου = ψάχνω
Γκαβάδ = ο στραβός , ο απρόσεκτος άνθρωπος , ο πρωτάρης
Γκαβά = τυφλά
Γκαβάθκα = δε  βλέπω
Γκαβαλίνα = περιττώματα αλόγου
Γκαβός = αυτός που δεν βλέπει καλά
Γκάβουμα = η τύφλωση
Γκαβουμάρα = το τύφλωμα
Γκαβουμένους = τυφλωμένος
Γκαβώνου = τυφλώνω
Γκαβώνουμι = τυφλώνομαι
Γκαζιρό = μικρό και μεταλλικό λινάρι πετρελαίου
Γκαϊλές = στενοχώρια , καημός
Γκαλιγκότσ’ = το καβαλίκεμα στη πλάτη ή στο λαιμό, κουβαλάω κάτι στη πλάτη μου
Γκαλιουρίζου = κρυφοκοιτώ
Γκαστρουμέν = έγγειος
Γκαργκαλιάρ’ς = αυτός που γαργαλάει
Γκαργκάλ’μα = το γαργάλιμα
Γκαρκαλώ = γαργαλώ
Γκαρέλα = δυνατό κλάμα
Γκαρίζου = φωνάζω , κλαίω δυνατά
Γκαρουμαχώ = φωνάζω , κλαίω δυνατά
Γκάρσ΄μα = το γκάρισμα του γαϊδάρου
Γκάστρουμα = η σύλληψη
Γκαστρουμέν’ = η έγκυος
Γκαστρώνου = αφήνω κάποια έγκυο
Γκαστρώνουμι = είμαι έγκυος
Γκ’βανώ = κουβαλώ
Γκ’βάρ = το κουβάρι
Γκ’βάρα = ο σωρός
Γκ’βάς = ο κουβάς
Γκ’δί = το γουδί
Γκ’δούν = το κουδούνι
Γκ’δούνα = κουδούνα ζώων
Γκέκας = ο αλβανός εργάτης , χαμάλης , ο πολύ εργατικός
Γκέλουμα = το τρύπημα με βελόνα
Γκ’ζάν = για άνθρωπο ό βλάκας
Γκιόσα = η κατσίκα με καφέ χρώμα , ή άσχημη γυναίκα
Γκιόν’ς = αφελής άνθρωπος
Γκιούμ’ = μεγάλο δοχείο για το γάλα
Γκιουρντέλ = περιλαίμιο
Γκιρίζ’ = ο υπόνομος
Γκιώνουμι = φωνάζω ή κατηγορώ κάποιον
Γκλάβα = το κεφάλι
Γκλαβανό = άνοιγμα στο ταβάνι για να μπαίνεις στη σκεπή του σπιτιού
Γκλαξιά = γουλιά
Γκλιαγκουρίζου = καταπίνω
Γκλοστρς = κυλινδρικό μακρύ ξύλο που ανοίγουμε φύλλα για την πίτα
Γκ’ντώ = σκουντώ
Γκ’ντίνα = δυνατό κύμα , δυνατή σπρωξιά
Γκόθκα = μπούχτισα  από  το  φαγητό
Γκου’βνός = στοίβα , μικρός λόφος
Γκούβνιασα = έκανα ένα σωρό , στοίβαξα πολλά πράγματα το ένα πάνω στο
                       άλλο
Γκουβνιάσκα = κάθισα κάπου για πολύ ώρα
Γκούγκδα’ς = εξόγκωμα από χτύπημα
Γκουγκώ = αναστενάζω από τον πόνο , βογγώ
Γκουγκούσα = πασχαλινό γλυκό ψωμί
Γκουζιούχα = η μάλλινη κάπα που φορούσαν το χειμώνα
Γκουργκλιά = γουλιά
Γκουργκουλιζ’ = ανακατεύεται η κοιλιά μου
Γκούρλουμα = το μεγάλο άνοιγμα των ματιών
Γκουρλουμάτ’ς = αυτός που έχει μεγάλα και ανοιχτά μάτια
Γκουρλουμένους = αυτός που έχει τα μάτια ορθάνοιχτα
Γκούρλουσα = άνοιξα τα μάτια πάρα πολύ
Γκουρτζιέλ’(ι) = μικρό γουρούνι
Γκού’γκδας = μικρό εξόγκωμα
Γκούς = στομάχι κότας
Γκρέμνια = γκρεμοί
Γκρέμνου = γκρεμός
Γκριμουτσακίζουμι = πέφτω στο γκρεμό
Γκρίτζιαλου = το γκρινιάρικο
Γκριτσμάς = το τραπέζι σε φίλους που βοήθησαν σε κάποια δουλειά
Γκρυλίζου = γρυλλίζω
Γλυλουμένους = τρυπημένος με βελόνα
Γκυλώνου = τρυπώ με βελόνα
Γκώνουμι = πνίγομαι από το φαγητό
Γλέπω = βλέπω
Γλήγουρα = γρήγορα
Γλίτσα = η βρωμιά που έγινε λίπος
Γλιτσιάζου = λερώνω
Γλιτσιάρ΄ς = βρωμιάρης
Γλυκάδια = μεζές από αδένες σφαχτού ζώου
Γλουσσίδ’ = το βαρίδιο της καμπάνας
Γνέφου = κάνω  σινιάλο
Γ’νι = το υνί
Γ’νικίζου = συμπεριφέρομαι σαν γυναίκα
Γνικουτός = αυτός που ανακατεύετε σε δουλειές γυναικών
Γουδουχέρ’ = το γουδοχέρι
Γουμάρ = γαϊδούρι
Γούμινους = ο ηγούμενος
Γόνα(ς) = το γόνατο
Γουνιά = η εστία του τζακιού
Γουνιδ = η γωνία του ψωμιού
Γόνους = τα νεαρά , νεογέννητα ζωντανά
Γούρνα = μικρή λακκούβα για νερό (λάκκος)
Γούπατου = μια περιοχή που είναι χαμηλή έχει δηλαδή γούβα
Γραβαλίζου = κάνω θόρυβο ψάχνοντας κάτι
Γραβάλ’σμα = ο θόρυβος του ψαχουλέματος
Γράδα = οι βαθμοί οινοπνεύματος
Γραδάρου = μετρώ τα γράδα
Γραμματκούδ = μικρό πουλί
Γραπάτσουμα = γρατσούνισμα
Γραπατσουμένους = ο γρατσουνισμένος
Γραπατσώνου = γρατσουνιά
Γράπουμα = πιάσιμο , άρπαγμα
Γραπουμένους = ο πιασμένος
Γρασίδ’ = το μικρό φυτρωμένο σιτάρι
Γρέκ’ = πρόχειρο μαντρί ή ένα μέρος που δεν το πιάνει ο άνεμος και
              πηγαίνουν το ζώα και η άνθρωποι για να προστατευτούν
γρόσ’ = τούρκικο νόμισμα επί τουρκοκρατίας 
γρόθους = γροθιά
γ’ρούνα = το θηλυκό γουρούνι 
γ’ρουνάρ’ς = ο χοιροβοσκός
γ’ρουνουκούμασου = το κουμάσι για τα γουρούνια
γρούν’ = γουρούνι
Γ’ρουνουτσάρουχα = παπούτσια από δέρμα γουρουνιού
Γ’ρουνουτόμαρου = το τομάρι του γουρουνιού
Γρουνουφάι = φαγητό γουρουνιών , πρόχειρο και σκάρτο φαγητό
Γ’ρουτσανώ = γρατζουνώ
Γυνί = υνί
Γυαλουκουπάου = λάμπω , γυαλίζω πάρα πολύ 
Γυρεύω = ψάχνω












Κυριακή 30 Ιουνίου 2019

Τοπικές λέξεις -Β-


B


Βαγνάς = ο βρομόστομος
Βάζου = το βάζο για τα λουλούδια ή τοποθετώ κάτι ή φοράω ένα ρούχο
Βαζουκ’οπσι = ακούστηκε πολύ δυνατά
Βαζουκουπώ = ακούγομαι πολύ δυνατά , φωνάζω , κάνω θόρυβο
Βαζούρα = φασαρία , θόρυβος
Βάϊα = η δάφνη (φυτό)
Βαϊζου = γέρνω προς τη μια μεριά
Βάισμα = πλάγιασμα , λοξό περπάτημα
Βαϊστός = γυρυτός
Βαθράκα = ο μεγάλος βάτραχος και η κοντή , χοντρή γυναίκα
Βακούφκου = η έκταση γης που δεν ανήκει σε κάποιον, γη που ανήκει στην
                     εκκλησία
Βακούφ’κους = αυτός που δεν έχει αφεντικό , νοικοκύρη
Βαλάν’ = ο καρπός της βελανιδιάς , πουρναριού, άριου
Βαλανίζου = γυρίζω άσκοπα , είμαι αφηρημένος
Βαλάντουμα = η κούραση ή το κλάψιμο
Βαλαντουμένους = ο πολύ κουρασμένους ή πολύ κλαμένος
Βαλαντώνου = κουραζμένος πολύ από τη δουλειά ή πελαγώνω (μεταφορικά)
Βάξ’ (θα βάξ’) = θα γίνει μεγάλος θόρυβος
Βαραίνου = κουράστηκα πολύ και με εγκαταλείπουν οι δυνάμεις μου ,
                   ξεπέφτω
Βαράου = χτυπώ , πληγώνομαι
Βαρβατεύου = ζωντανεύω , δε με χωράει ο τόπος , κάνω αταξίες , είμαι σε περίοδο αναπαραγωγής
Βαρβάτου = το ζώο που δεν είναι ευνουχισμένο , το μεγάλο και δυνατό 
Βαρδαρίζ’ = το ορμητικό νερό
Βαρδάρ’σμα = η ορμητική ροή του λάκκου (ποταμού)
Βαριμένους = χτυπημένος
Βαργιούμι = τεμπελιάζω
Βαριτός = βαρετός
Βαρδρουκουπάει = τρέχει πολύ νερό με δύναμη
Βαρώ = χτυπώ
Βασκανιά = μάτιασμα
Βασκαίνου = ματιάζω
(μη) βάσκανει = με μάτιασε
Βασ’λευ’ = δύει ο ήλιος
Βασταγαρια = ξύλο που χτυπώ κάτι
Βασταγμένους = οικονομικά ανεξάρτητος
Βαστάι = βάτα
Βαστώ ή Βαστιέμι = κρατώ , είμαι γερός
Βατεύ’ντι = συνουσιάζονται (συνήθως για ζώα )
Βατράλ’ = κοντή και χοντρή βέργα
Βατσίνα = εμβόλιο
Βατσνιά = αγκαθωτός άγριος θάμνος , τα βάτα
Βατσνιάζου = κάνω εμβόλιο
Βατσνιάζουμι = εμβολιάζομαι
Βατσνιασμένους = ο εμβολιασμένος
Βάθρακους = βάτραχος
Βαλανίζου = σπάω  το  κεφάλι  μου  για  κάτι , είμαι αφηρημένος , γυρνάω άσκοπα χωρίς δουλειά
Βαλτίζου = αλαφροφέρνω , πελαγώνω
Βατράλ = ξύλο που χτυπάς κάποιον
Βάχνω = πέφτω  με  κρότο
Βγάζου =βγάζω
Βγιάζουμι = βιάζομαι
Βελέτζα = μάλλινο υφαντό σκέπασμα για τον ύπνο από μαλλί προβάτου
Β’ζαρού = η γυναίκα με μεγάλα στήθη
Β΄ζί = το στήθος της γυναίκας
Β’ζιάρ’ς = ο κοιλαράς
Βζαίνου =βυζαίνω
Βιγκλίζου = κρυφοκοιτάζω
Βίγκλα = το παρατηρητήριο
Βιζανιάρκου = το μωρό
Βίζιτα = η φιλική επίσκεψη
Βιλάζ = βελάζει
Βιλάζου = φωνάζω δυνατά συνήθως από πόνο
Βιλανίδ’ ή βαλάν’ = το βελανίδι
Βιλέντσα = η φλοκάτη
Βιός = η περιουσία
Βίραγκας = μικρή λιμνούλα σε ποταμάκι
Βραδιάζ’ = βραδιάζει
Βιράνς = ο ανεπρόκοπος  , ο αχαΐρευτος , ο ασυμμάζευτος
Βιρέ = πλάγια
Βιρέ βιρέ = πλάγια από δίπλα
Βιρέμ’ς = αχαΐρευτος , δύστροπος
Βιρικουκιά = η Βερικοκιά
Βιτούλ = νεαρό κατσίκι
Βιντουζάρ = κολάι
Βιριάν = ανάποδο, καχεκτικό
Βιριάνκου = καχεκτικό , αδύνατο
Βιτούλ = κατσικάκι ενός χρόνου
Βίτσα = η μικρή βέργα
Βλαστουλουγώ = κόβω τις κορυφές από το αμπέλι
Βλαστουλογμα = κλαδεύω τα κλήματα
Βλουγιουκουμένους = αυτός που έχει στο πρόσωπο του σημάδια από την ευλογιά
Β’νιά = η κοπριά από της αγελάδες
Β’ντώνου = φουντώνω
Βόδαρους = το εύσωμο βόδι , ο μονοκόμματος άνθρωπος
Βουδαρίκους = κοροϊδευτικά ο ανόητος
Βουδνός = βοδινός
Βούζα = η κοιλιά
Βουζαβράμς = ο κοιλαράς
Βουθώ= βοηθάω
Βόλ’ = άνεση , ευκολία
Βούρ’ = εμπρός , γρήγορα
Βόλιμα = τακτοποίηση
Βουλεύω = ταχτοποιώ
Βουλούουμι = ετοιμάζομαι
Βούλλα = σφραγίδα
Βουλλώνου = σφραγίζω , σταματώ κάτι
Βουλουδέρνου = γυρνώ άσκοπα
Βούρ = εμπρός
Βόργιαζμα = το κλείσιμο μέσα σε ένα χώρο
Βουβό = αμίλητο
Βουδαρίκου = η ανόητη γυναίκα ή άντρας
Βουδούδ’ = το μικρό βόδι
Βούζα = η κοιλιά
Βουθώ = βοηθώ
Βούλα = η σφραγίδα
Βουλάει = χωράει , ταιριάζει
Βουλευου = τακτοποιώ, ετοιμάζω
Βουλεύουμι = τακτοποιούμαι
Βουλιμένους =τακτοποιημένος
Βουλουδέρνου = γυρνώ από δω και από κει
Βουρ = εμπρός, έτοιμοι
Βουρβλάκιασι = γέμισε
Βουρβλακιάζου = γεμίζω , πληθαίνω
Βουργιάζου = μαντρώνω
Βουργιαζμένους = μαντρωμένος
Βουργιάσκα =κλείστηκα , κλειδώθηκα μέσα
Βουρλαίνουμι = ζαλίζομαι
Βουρλαμάρα = ζαλάδα , βλακεία
Βουρλίζουμι = στριφογυρνώ ζαλισμένος
Βουρλός = ο χαζός
Βουρός = το πρόχειρο μαντρί
Βουρίζ = όταν πιάνει οργασμός τα ζώα
Βουρλακιαζου = γεμίζω
Βουρλαίνου = τρελαίνω
Βουρλίζουμι = ζαλίζομαι από τις πολλές σκοτούρες , σκέψεις
Βουρός = ο πρόχειρος τοίχος στο μαντρί
Βουσκός = ο βοσκός
Βουτάνι = το βότανο
Βουτνάρες = πήλινα δοχεία
Βουρλός = τρελός
Βουρός  = το μέρος όπου είναι τα ζώα
Βραδιάζ = νυχτώνει
Βαρδαρίζ = ο ήχος του  νερού  που  τρέχει
Βρακουζούν = μακρύ αντρικό εσώρουχο ή το κομμάτι ύφασμα που έδεναν τη βράκα τους
Βρακουζούνα = το κορδόνι που κρατούσε το βρακί ή τη βράκα
Βράζ’ = τοβράσιμο
Βρασιά = το φαγητό που χωράει σε μια κατσαρόλα
Βρε = βρές
Βρόντ’μα = το χτύπημα της πόρτας , ο ξαφνικός ήχος
Βρόντους = βροντή
Βρόυντ’άει = χτυπάει , ο θόρυβος από τις αστραπές και τους κεραυνούς
Βρουντάου = χτυπώ , παρατώ κάτι
Βρόχ΄= η θυλιά από τρίχα αλόγου για πουλιά































Έθιμα-Φεβρουάριος


                Φ Ε Β Ρ Ο Υ Α Ρ Ι Ο Σ

ΑΠΟΚΡΙΕΣ – ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ


Αποκριά
Η ανοιξιάτικη αναγέννηση


Η ελληνική αποκριά έχει τις ρίζες της στην αρχαία Ελλάδα. Συνδέεται με την λατρεία του Διονύσου, θεού του κρασιού και των εορτασμών.                                                                                        
Η  Διονυσιακή λατρεία από την Αρχαϊκή εποχή και μετά, πήρε διάφορες μορφές και γιορτές όπως τα Βάκχεια, Κώμοι, Λήναια, Ανθεστήρια.                                                                                       
Τι ήταν όμως ο Διόνυσος ;                                                              
 Ήταν ο υιός του Δία και της θνητής Σεμέλης, κόρη του βασιλιά της Θήβας, Κάδμου. Η Ήρα ζήλευε πολύ το Δία για τις απιστίες του. Συμβούλεψε λοιπόν τη Σεμέλη, να ζητήσει από τον Δία να παρουσιαστεί μπροστά της, σ'όλο το μεγαλείο του. Μ'αυτό τον τρόπο να της δείξει την αγάπη του. Ο Δίας παρουσιάστηκε ανάμεσα σε φλόγες, βροντές, αστραπές και κεραυνούς.                                                   
Η Σεμέλη κάηκε. Ο Διόνυσος που ήταν στα σπλάχνα της σώθηκε από τον Δία. Δεν είχε συμπληρώσει τους μήνες για να γεννηθεί, τότε ο Δίας τον έβαλε στο μηρό του και τον έραψε έως του έρθει η ώρα της γέννησής του.                                                                                   
Έτσι έγινε αθάνατος. Τον μεγάλωσαν οι Νύμφες.                               
 Δίδαξε στον κόσμο την αμπελουργία, μόνιμη παρέα του, είχε κατώτερες θεϊκές μορφές, τους Σάτυρους και τους Σιληνούς. Λατρεύτηκε σαν θεός της γεωργίας όπως η θεά Δήμητρα. Οι γιορτές του γινόταν πάντα νύχτα, πάνω στα βουνά, από γυναίκες τους "Θιάσους". Οι γυναίκες ονομάζονταν Μαινάδες ή Βάκχες ή Θυίες ή Θυιάδες. Με θύρσους στα χέρια και ντυμένες με δέρματα ζώων κραύγαζαν και χόρευαν έξαλλα. Ο Διόνυσος σιγά-σιγά λατρεύονταν ως αγροτικός θεός και μετέπειτα προστάτης της τραγωδίας και της κωμωδίας. Πίστευαν, πως με την λατρεία του, οι άνθρωποι οδηγούνται στην αθανασία. Στους Δελφούς λατρευόταν μαζί με τον Απόλλωνα, σαν ελευθερωτής.                                     Αργότερα, κατά τούς Ρωμαϊκούς χρόνους οργανώνονταν γιορτές προς τιμή του Βάκχου, του Κρόνου, τα Λουπερκάλια και τα Σατουρνάλια. Πρόκειται για συνδυασμό της λατρείας Θεών και της ανάγκης για ψυχαγωγία .
Στη Βυζαντινή εποχή εμφανίζονται οι καλένδες με γιορτές και μεταμφιέσεις, που φτάνουν μέχρι και τον "γυναικισμό των στρατιωτών".
Στη Νεώτερη Ελλάδα, κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις και η προσωπιδογραφία, κυρίως στη Βόρειο Ελλάδα. 
Η αγγλική λέξη "carnival" προέρχεται από το λατινικό "carnem levare" ή "carnis levamen", που σημαίνει "διακοπή της βρώσης κρέατος". Στα ελληνικά χρησιμοποιείται η λέξη "αποκριά" και σημαίνει ακριβός το ίδιο.
Οι εορτασμοί αυτοί, πέρασαν από πολιτισμό σε πολιτισμό δεχόμενοι επιρροές από διάφορες κουλτούρες.
Έτσι λοιπόν μέσα από χιλιάδες χρόνια, αιώνες, μάλιστα δύσκολους, ο ελληνικός λαός σε εποχές κατακτήσεων, διατήρησε το σεβασμό (ήθος) και τα έθιμα των προγόνων του. Προσάρμοζε ευχάριστες τελετές και τιμούσε τα δώρα της μάνας γης.                                         
ΟΧΙ σαν ειδωλολατρικές τελετές. αλλά αρμονικά δεμένες με το ήθος της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας και τα έφερε μέχρι τον 
21ο αιώνα.                                                                                            
Η δημοφιλής αυτή παράδοση προερχόμενη από τις παγανιστικές τελετουργίες των αρχαίων Ελλήνων όπου οι άνθρωποι μεταμφιέζονταν σε σατύρους φορούσαν μάσκες και ξεχύνονταν στους δρόμους , στις γειτονιές συμπεριφερόμενοι "προκλητικά" με τολμηρές φράσεις και πράξεις. Αυτό εξυπηρετούσε το σκοπό να επιτρέπεται να εκφράζονται ελεύθερα ερωτικές σκέψεις ενώ έκρυβαν την αληθινή τους ταυτότητα πίσω από τις μάσκες. Αυτή η παράδοση τελικά εξαπλώθηκε και σε άλλα μέρη του κόσμου μέσω της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου. Όμως, οι παγανιστικές πρακτικές ήταν τόσο βαθιά ριζωμένες που δεν καταργήθηκαν τελείως . Αργότερα, όταν εμφανίστηκε ο χριστιανισμός, αν και οι άνθρωποι σταμάτησαν να λατρεύουν τους θεούς του Ολύμπου, οι συνήθειες των Ελλήνων να μεταμφιέζονται και να γιορτάζουν στους δρόμους παρέμειναν.    
Μια φορά τον χρόνο, στα καρναβάλια που συμβαίνουν σε πολλές πόλεις και χωριά της χώρας μας.
Στην πραγματικότητα, η αποκριά διαρκεί τρεις εβδομάδες, και ξεκινάει 60 μέρες πριν το Πάσχα. Ονομάζεται Τριώδιο. Η λέξη προέρχεται από το "τρεις ωδές" που σημαίνει οι τρεις ύμνοι που συνηθίζουμε να λέμε στην εκκλησία. Ξεκινά την πρώτη Κυριακή, που αναφέρεται στο Ευαγγέλιο του "Τελώνη και Φαρισαίου". Την δεύτερη Κυριακή , στο Ευαγγέλιο του "Ασώτου Υιού". Η τρίτη είναι της "Απόκρεω " και η τελευταία Κυριακή της αποκριάς, κατά την οποία οι εορτασμοί και οι εκδηλώσεις φτάνουν στο απόγειο τους, είναι η "Τυρινή" (τυροφάγου). Το τέλος της αποκριάς είναι την αυγή της επόμενης μέρας: η πρώτη μέρα της Σαρακοστής, που ονομάζεται Καθαρά Δευτέρα.
Κατά την διάρκεια αυτών των ημερών, γιορτές και εκδηλώσεις οργανώνονται παντού και οι άνθρωποι διασκεδάζουν πολύ, και κυρίως τα παιδιά. Οι ενήλικες και τα παιδιά μεταμφιέζονται με αστεία κουστούμια, χορεύουν, τραγουδούν και παρακολουθούν παρελάσεις καρνάβαλων καθώς και άλλες δραστηριότητες, που οργανώνονται από τους δήμους όλων σχεδόν των πόλεων της Ελλάδας.
Βγαλμένα από τις ψυχές , το μεράκι τη φαντασία των απλών ανθρώπων.                                                                                  
Οι εκδηλώσεις πολλές φορές δεν περιλαμβάνουν μόνο  τις παρελάσεις και τα σκετς  των μασκαράδων αλλά και ένα ανοιχτό γλέντι που διεξάγεται συνήθως στις πλατείες των πόλεων και των χωριών , με τη συνοδεία παραδοσιακής και όχι μόνο μουσικής αλλά και παραδοσιακών ποτών και με το ψήσιμο κεράτων που σε πολλά χωριά μοιράζονται δωρεάν στους επισκέπτες .                                  
Το καρναβάλι αποτελεί τη «χαρά της ζωής» .                                  
Αυτή η «χαρά της ζωής» ήταν και είναι το μυστικό νήμα που κινεί όλες τις αποκριάτικες εκδηλώσεις σε μικρές και μεγάλες πόλεις , σε χωριά και νησιά.                                                                         
Μόνο που κάθε τόπος «φοράει» τον Καρνάβαλο στις δικές του συνήθειες και στα δικά του έθιμα , όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί από τις ειδικές συνθήκες της περιοχής κι από τη μακραίωνη παράδοσή της.                                                                          
Έχουν  γραφτεί και πολλά γνωστά και άγνωστα δημοτικά τραγούδια , που μας δίνουν πολύ χαρακτηριστικά τη διάθεση και το κλίμα του καρναβαλιού .                                                               Μερικά από τα πολλά και που πολύ εύστοχα, υπογραμμίζει η αλάθητη σοφία του λαού μας είναι και τα παρακάτω :                             
» Ήρθε ο κυρ-Καρνάβαλος,                                                                  καλώς να τον δεχτούμε,                                                                        
μαζί του να χορέψουμε,                                                                    
μαζί του να αποκρέψουμε,                                                                  
κι ούλοι να τον χαρούμε.                                                                     Μικροί, μεγάλοι και φτωχοί,                                                              
πλούσιοι και αφεντάδες,                                                                     
σε τούτο το γιορτάσι μας,                                                                   
ούλοι μας μασκαράδες.      
                                                             
» Φόρα φόρα τη μουτσούνα,                                                                        ξέχασες το πρόσωπό σου,                                                             
ξέχασες το όνομά σου,                                                                
ξέχασες και τα παιδιά σου.        
                        
Τελικά, το "Τριώδιο" τελειώνει. Είναι η πρώτη μέρα της Σαρακοστής, είναι Καθαρά Δευτέρα. Οι άνθρωποι μαζεύονται για τους τελευταίους εορτασμούς. Ζωντανή παραδοσιακή μουσική, τραγούδι, χορός, θαλασσινά, ούζο, κρασί, και όλοι είναι καλεσμένοι στην γιορτή. Το παραδοσιακό ψωμί "λαγάνα" είναι διαθέσιμο αυτήν την μέρα στους φούρνους. Δεν επιτρέπεται να φαγωθεί κρέας ή ελαιόλαδο, αλλά αυτό δεν εμποδίζει κανέναν από το να διασκεδάσει. Οι άνθρωποι συνήθως πάνε στην εξοχή αυτήν την μέρα. Και το πιο φαντασμαγορικό έθιμο είναι το πέταγμα των χαρταετών. Ο ουρανός γεμίζει από πολύχρωμους χαρταετούς, που πετάνε σαν πουλιά και καλωσορίζουν την άνοιξη…
Έτσι… οι Απόκριες τελειώνουν…
Που είναι αναμφίβολα από τις πιο ευχάριστες γιορτές για τους Έλληνες αλλά και για πολλούς λαούς σε όλον τον πλανήτη. Είναι η ανάγκη για απόδραση από την καθημερινότητα και η χαρά της μεταμφίεσης ωθεί μικρούς και μεγάλους να υποδύονται πρόσωπα, άλλοτε με ρομαντική και άλλοτε με ειρωνική διάθεση.
… και αρχίζει η Σαρακοστή και έχουμε 40 ημέρες για το Πάσχα…


Ας δούμε όμως τι γίνεται σε μας, στον τόπο μας.
Την  ημέρα  αυτή  μαζεύονταν  παρέες  παιδιών   και  μεγαλύτεροι , και   μασκαρεύονταν  με  τα  παλιά  τους   ρούχα  και  με  ό,τι   άλλο   έβρισκαν  από  τους  πατεράδες  τους  και  τους  παππούδες  τους.
Γυρνούσαν  στα   σπίτια  του   χωριού  και  εκεί  περιέπαιζαν   τους  οικοδεσπότες , γι ’αυτό  και  πολλές   φορές   δεν  ήταν  καλοδεχούμενοι  στα  σπίτια.
Όταν  έμπαιναν   μέσα , τους  σατίριζαν  διακριτικά  ίσως   και  λίγο  περισσότερο   όπως  ήταν  φυσικό   λόγο  της  ημέρας.
Τους  κερνούσαν   κάτι , και  φυσικά   χωρίς   να  αποκαλυφθούν.
Ακόμη   γινόταν   και   γλέντια  σε  σπίτια , είτε  σε   οικογενειακό   περιβάλλον , ή  κάτι  σε  γιορτή  μασκαράδων.
Το   « μασκάρεμα » , ντύσιμο  του  καρνάβαλου  διαρκούσε  όλοι  την  περίοδο  των  απόκρεων.
Το   έθιμο  που  παραμένει   ακόμη   και   σήμερα ζωντανό   είναι  όταν  ο  βαφτισιμιός  πάει  το  «χαλβά»  στο-η  νονό-α  του.
Αυτοί  τον  κερνούσαν  και  του   έδιναν  χρήματα , και   του   επέστρεφαν  το  «χαλβά»  πάλι   γεμάτο.
Και   όταν   λέμε  «χαλβά»  εννοούμε  ένα   κομμάτι   παραδοσιακό  χαλβά  και   δώρα , τυλιγμένα   προσεκτικά  σε  μια  καλή  «ταβλά».
Και   γίνεται  ακόμη   και   σήμερα   .