Κυριακή 30 Ιουνίου 2019

Τοπικές λέξεις -Β-


B


Βαγνάς = ο βρομόστομος
Βάζου = το βάζο για τα λουλούδια ή τοποθετώ κάτι ή φοράω ένα ρούχο
Βαζουκ’οπσι = ακούστηκε πολύ δυνατά
Βαζουκουπώ = ακούγομαι πολύ δυνατά , φωνάζω , κάνω θόρυβο
Βαζούρα = φασαρία , θόρυβος
Βάϊα = η δάφνη (φυτό)
Βαϊζου = γέρνω προς τη μια μεριά
Βάισμα = πλάγιασμα , λοξό περπάτημα
Βαϊστός = γυρυτός
Βαθράκα = ο μεγάλος βάτραχος και η κοντή , χοντρή γυναίκα
Βακούφκου = η έκταση γης που δεν ανήκει σε κάποιον, γη που ανήκει στην
                     εκκλησία
Βακούφ’κους = αυτός που δεν έχει αφεντικό , νοικοκύρη
Βαλάν’ = ο καρπός της βελανιδιάς , πουρναριού, άριου
Βαλανίζου = γυρίζω άσκοπα , είμαι αφηρημένος
Βαλάντουμα = η κούραση ή το κλάψιμο
Βαλαντουμένους = ο πολύ κουρασμένους ή πολύ κλαμένος
Βαλαντώνου = κουραζμένος πολύ από τη δουλειά ή πελαγώνω (μεταφορικά)
Βάξ’ (θα βάξ’) = θα γίνει μεγάλος θόρυβος
Βαραίνου = κουράστηκα πολύ και με εγκαταλείπουν οι δυνάμεις μου ,
                   ξεπέφτω
Βαράου = χτυπώ , πληγώνομαι
Βαρβατεύου = ζωντανεύω , δε με χωράει ο τόπος , κάνω αταξίες , είμαι σε περίοδο αναπαραγωγής
Βαρβάτου = το ζώο που δεν είναι ευνουχισμένο , το μεγάλο και δυνατό 
Βαρδαρίζ’ = το ορμητικό νερό
Βαρδάρ’σμα = η ορμητική ροή του λάκκου (ποταμού)
Βαριμένους = χτυπημένος
Βαργιούμι = τεμπελιάζω
Βαριτός = βαρετός
Βαρδρουκουπάει = τρέχει πολύ νερό με δύναμη
Βαρώ = χτυπώ
Βασκανιά = μάτιασμα
Βασκαίνου = ματιάζω
(μη) βάσκανει = με μάτιασε
Βασ’λευ’ = δύει ο ήλιος
Βασταγαρια = ξύλο που χτυπώ κάτι
Βασταγμένους = οικονομικά ανεξάρτητος
Βαστάι = βάτα
Βαστώ ή Βαστιέμι = κρατώ , είμαι γερός
Βατεύ’ντι = συνουσιάζονται (συνήθως για ζώα )
Βατράλ’ = κοντή και χοντρή βέργα
Βατσίνα = εμβόλιο
Βατσνιά = αγκαθωτός άγριος θάμνος , τα βάτα
Βατσνιάζου = κάνω εμβόλιο
Βατσνιάζουμι = εμβολιάζομαι
Βατσνιασμένους = ο εμβολιασμένος
Βάθρακους = βάτραχος
Βαλανίζου = σπάω  το  κεφάλι  μου  για  κάτι , είμαι αφηρημένος , γυρνάω άσκοπα χωρίς δουλειά
Βαλτίζου = αλαφροφέρνω , πελαγώνω
Βατράλ = ξύλο που χτυπάς κάποιον
Βάχνω = πέφτω  με  κρότο
Βγάζου =βγάζω
Βγιάζουμι = βιάζομαι
Βελέτζα = μάλλινο υφαντό σκέπασμα για τον ύπνο από μαλλί προβάτου
Β’ζαρού = η γυναίκα με μεγάλα στήθη
Β΄ζί = το στήθος της γυναίκας
Β’ζιάρ’ς = ο κοιλαράς
Βζαίνου =βυζαίνω
Βιγκλίζου = κρυφοκοιτάζω
Βίγκλα = το παρατηρητήριο
Βιζανιάρκου = το μωρό
Βίζιτα = η φιλική επίσκεψη
Βιλάζ = βελάζει
Βιλάζου = φωνάζω δυνατά συνήθως από πόνο
Βιλανίδ’ ή βαλάν’ = το βελανίδι
Βιλέντσα = η φλοκάτη
Βιός = η περιουσία
Βίραγκας = μικρή λιμνούλα σε ποταμάκι
Βραδιάζ’ = βραδιάζει
Βιράνς = ο ανεπρόκοπος  , ο αχαΐρευτος , ο ασυμμάζευτος
Βιρέ = πλάγια
Βιρέ βιρέ = πλάγια από δίπλα
Βιρέμ’ς = αχαΐρευτος , δύστροπος
Βιρικουκιά = η Βερικοκιά
Βιτούλ = νεαρό κατσίκι
Βιντουζάρ = κολάι
Βιριάν = ανάποδο, καχεκτικό
Βιριάνκου = καχεκτικό , αδύνατο
Βιτούλ = κατσικάκι ενός χρόνου
Βίτσα = η μικρή βέργα
Βλαστουλουγώ = κόβω τις κορυφές από το αμπέλι
Βλαστουλογμα = κλαδεύω τα κλήματα
Βλουγιουκουμένους = αυτός που έχει στο πρόσωπο του σημάδια από την ευλογιά
Β’νιά = η κοπριά από της αγελάδες
Β’ντώνου = φουντώνω
Βόδαρους = το εύσωμο βόδι , ο μονοκόμματος άνθρωπος
Βουδαρίκους = κοροϊδευτικά ο ανόητος
Βουδνός = βοδινός
Βούζα = η κοιλιά
Βουζαβράμς = ο κοιλαράς
Βουθώ= βοηθάω
Βόλ’ = άνεση , ευκολία
Βούρ’ = εμπρός , γρήγορα
Βόλιμα = τακτοποίηση
Βουλεύω = ταχτοποιώ
Βουλούουμι = ετοιμάζομαι
Βούλλα = σφραγίδα
Βουλλώνου = σφραγίζω , σταματώ κάτι
Βουλουδέρνου = γυρνώ άσκοπα
Βούρ = εμπρός
Βόργιαζμα = το κλείσιμο μέσα σε ένα χώρο
Βουβό = αμίλητο
Βουδαρίκου = η ανόητη γυναίκα ή άντρας
Βουδούδ’ = το μικρό βόδι
Βούζα = η κοιλιά
Βουθώ = βοηθώ
Βούλα = η σφραγίδα
Βουλάει = χωράει , ταιριάζει
Βουλευου = τακτοποιώ, ετοιμάζω
Βουλεύουμι = τακτοποιούμαι
Βουλιμένους =τακτοποιημένος
Βουλουδέρνου = γυρνώ από δω και από κει
Βουρ = εμπρός, έτοιμοι
Βουρβλάκιασι = γέμισε
Βουρβλακιάζου = γεμίζω , πληθαίνω
Βουργιάζου = μαντρώνω
Βουργιαζμένους = μαντρωμένος
Βουργιάσκα =κλείστηκα , κλειδώθηκα μέσα
Βουρλαίνουμι = ζαλίζομαι
Βουρλαμάρα = ζαλάδα , βλακεία
Βουρλίζουμι = στριφογυρνώ ζαλισμένος
Βουρλός = ο χαζός
Βουρός = το πρόχειρο μαντρί
Βουρίζ = όταν πιάνει οργασμός τα ζώα
Βουρλακιαζου = γεμίζω
Βουρλαίνου = τρελαίνω
Βουρλίζουμι = ζαλίζομαι από τις πολλές σκοτούρες , σκέψεις
Βουρός = ο πρόχειρος τοίχος στο μαντρί
Βουσκός = ο βοσκός
Βουτάνι = το βότανο
Βουτνάρες = πήλινα δοχεία
Βουρλός = τρελός
Βουρός  = το μέρος όπου είναι τα ζώα
Βραδιάζ = νυχτώνει
Βαρδαρίζ = ο ήχος του  νερού  που  τρέχει
Βρακουζούν = μακρύ αντρικό εσώρουχο ή το κομμάτι ύφασμα που έδεναν τη βράκα τους
Βρακουζούνα = το κορδόνι που κρατούσε το βρακί ή τη βράκα
Βράζ’ = τοβράσιμο
Βρασιά = το φαγητό που χωράει σε μια κατσαρόλα
Βρε = βρές
Βρόντ’μα = το χτύπημα της πόρτας , ο ξαφνικός ήχος
Βρόντους = βροντή
Βρόυντ’άει = χτυπάει , ο θόρυβος από τις αστραπές και τους κεραυνούς
Βρουντάου = χτυπώ , παρατώ κάτι
Βρόχ΄= η θυλιά από τρίχα αλόγου για πουλιά































Έθιμα-Φεβρουάριος


                Φ Ε Β Ρ Ο Υ Α Ρ Ι Ο Σ

ΑΠΟΚΡΙΕΣ – ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ


Αποκριά
Η ανοιξιάτικη αναγέννηση


Η ελληνική αποκριά έχει τις ρίζες της στην αρχαία Ελλάδα. Συνδέεται με την λατρεία του Διονύσου, θεού του κρασιού και των εορτασμών.                                                                                        
Η  Διονυσιακή λατρεία από την Αρχαϊκή εποχή και μετά, πήρε διάφορες μορφές και γιορτές όπως τα Βάκχεια, Κώμοι, Λήναια, Ανθεστήρια.                                                                                       
Τι ήταν όμως ο Διόνυσος ;                                                              
 Ήταν ο υιός του Δία και της θνητής Σεμέλης, κόρη του βασιλιά της Θήβας, Κάδμου. Η Ήρα ζήλευε πολύ το Δία για τις απιστίες του. Συμβούλεψε λοιπόν τη Σεμέλη, να ζητήσει από τον Δία να παρουσιαστεί μπροστά της, σ'όλο το μεγαλείο του. Μ'αυτό τον τρόπο να της δείξει την αγάπη του. Ο Δίας παρουσιάστηκε ανάμεσα σε φλόγες, βροντές, αστραπές και κεραυνούς.                                                   
Η Σεμέλη κάηκε. Ο Διόνυσος που ήταν στα σπλάχνα της σώθηκε από τον Δία. Δεν είχε συμπληρώσει τους μήνες για να γεννηθεί, τότε ο Δίας τον έβαλε στο μηρό του και τον έραψε έως του έρθει η ώρα της γέννησής του.                                                                                   
Έτσι έγινε αθάνατος. Τον μεγάλωσαν οι Νύμφες.                               
 Δίδαξε στον κόσμο την αμπελουργία, μόνιμη παρέα του, είχε κατώτερες θεϊκές μορφές, τους Σάτυρους και τους Σιληνούς. Λατρεύτηκε σαν θεός της γεωργίας όπως η θεά Δήμητρα. Οι γιορτές του γινόταν πάντα νύχτα, πάνω στα βουνά, από γυναίκες τους "Θιάσους". Οι γυναίκες ονομάζονταν Μαινάδες ή Βάκχες ή Θυίες ή Θυιάδες. Με θύρσους στα χέρια και ντυμένες με δέρματα ζώων κραύγαζαν και χόρευαν έξαλλα. Ο Διόνυσος σιγά-σιγά λατρεύονταν ως αγροτικός θεός και μετέπειτα προστάτης της τραγωδίας και της κωμωδίας. Πίστευαν, πως με την λατρεία του, οι άνθρωποι οδηγούνται στην αθανασία. Στους Δελφούς λατρευόταν μαζί με τον Απόλλωνα, σαν ελευθερωτής.                                     Αργότερα, κατά τούς Ρωμαϊκούς χρόνους οργανώνονταν γιορτές προς τιμή του Βάκχου, του Κρόνου, τα Λουπερκάλια και τα Σατουρνάλια. Πρόκειται για συνδυασμό της λατρείας Θεών και της ανάγκης για ψυχαγωγία .
Στη Βυζαντινή εποχή εμφανίζονται οι καλένδες με γιορτές και μεταμφιέσεις, που φτάνουν μέχρι και τον "γυναικισμό των στρατιωτών".
Στη Νεώτερη Ελλάδα, κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις και η προσωπιδογραφία, κυρίως στη Βόρειο Ελλάδα. 
Η αγγλική λέξη "carnival" προέρχεται από το λατινικό "carnem levare" ή "carnis levamen", που σημαίνει "διακοπή της βρώσης κρέατος". Στα ελληνικά χρησιμοποιείται η λέξη "αποκριά" και σημαίνει ακριβός το ίδιο.
Οι εορτασμοί αυτοί, πέρασαν από πολιτισμό σε πολιτισμό δεχόμενοι επιρροές από διάφορες κουλτούρες.
Έτσι λοιπόν μέσα από χιλιάδες χρόνια, αιώνες, μάλιστα δύσκολους, ο ελληνικός λαός σε εποχές κατακτήσεων, διατήρησε το σεβασμό (ήθος) και τα έθιμα των προγόνων του. Προσάρμοζε ευχάριστες τελετές και τιμούσε τα δώρα της μάνας γης.                                         
ΟΧΙ σαν ειδωλολατρικές τελετές. αλλά αρμονικά δεμένες με το ήθος της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας και τα έφερε μέχρι τον 
21ο αιώνα.                                                                                            
Η δημοφιλής αυτή παράδοση προερχόμενη από τις παγανιστικές τελετουργίες των αρχαίων Ελλήνων όπου οι άνθρωποι μεταμφιέζονταν σε σατύρους φορούσαν μάσκες και ξεχύνονταν στους δρόμους , στις γειτονιές συμπεριφερόμενοι "προκλητικά" με τολμηρές φράσεις και πράξεις. Αυτό εξυπηρετούσε το σκοπό να επιτρέπεται να εκφράζονται ελεύθερα ερωτικές σκέψεις ενώ έκρυβαν την αληθινή τους ταυτότητα πίσω από τις μάσκες. Αυτή η παράδοση τελικά εξαπλώθηκε και σε άλλα μέρη του κόσμου μέσω της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου. Όμως, οι παγανιστικές πρακτικές ήταν τόσο βαθιά ριζωμένες που δεν καταργήθηκαν τελείως . Αργότερα, όταν εμφανίστηκε ο χριστιανισμός, αν και οι άνθρωποι σταμάτησαν να λατρεύουν τους θεούς του Ολύμπου, οι συνήθειες των Ελλήνων να μεταμφιέζονται και να γιορτάζουν στους δρόμους παρέμειναν.    
Μια φορά τον χρόνο, στα καρναβάλια που συμβαίνουν σε πολλές πόλεις και χωριά της χώρας μας.
Στην πραγματικότητα, η αποκριά διαρκεί τρεις εβδομάδες, και ξεκινάει 60 μέρες πριν το Πάσχα. Ονομάζεται Τριώδιο. Η λέξη προέρχεται από το "τρεις ωδές" που σημαίνει οι τρεις ύμνοι που συνηθίζουμε να λέμε στην εκκλησία. Ξεκινά την πρώτη Κυριακή, που αναφέρεται στο Ευαγγέλιο του "Τελώνη και Φαρισαίου". Την δεύτερη Κυριακή , στο Ευαγγέλιο του "Ασώτου Υιού". Η τρίτη είναι της "Απόκρεω " και η τελευταία Κυριακή της αποκριάς, κατά την οποία οι εορτασμοί και οι εκδηλώσεις φτάνουν στο απόγειο τους, είναι η "Τυρινή" (τυροφάγου). Το τέλος της αποκριάς είναι την αυγή της επόμενης μέρας: η πρώτη μέρα της Σαρακοστής, που ονομάζεται Καθαρά Δευτέρα.
Κατά την διάρκεια αυτών των ημερών, γιορτές και εκδηλώσεις οργανώνονται παντού και οι άνθρωποι διασκεδάζουν πολύ, και κυρίως τα παιδιά. Οι ενήλικες και τα παιδιά μεταμφιέζονται με αστεία κουστούμια, χορεύουν, τραγουδούν και παρακολουθούν παρελάσεις καρνάβαλων καθώς και άλλες δραστηριότητες, που οργανώνονται από τους δήμους όλων σχεδόν των πόλεων της Ελλάδας.
Βγαλμένα από τις ψυχές , το μεράκι τη φαντασία των απλών ανθρώπων.                                                                                  
Οι εκδηλώσεις πολλές φορές δεν περιλαμβάνουν μόνο  τις παρελάσεις και τα σκετς  των μασκαράδων αλλά και ένα ανοιχτό γλέντι που διεξάγεται συνήθως στις πλατείες των πόλεων και των χωριών , με τη συνοδεία παραδοσιακής και όχι μόνο μουσικής αλλά και παραδοσιακών ποτών και με το ψήσιμο κεράτων που σε πολλά χωριά μοιράζονται δωρεάν στους επισκέπτες .                                  
Το καρναβάλι αποτελεί τη «χαρά της ζωής» .                                  
Αυτή η «χαρά της ζωής» ήταν και είναι το μυστικό νήμα που κινεί όλες τις αποκριάτικες εκδηλώσεις σε μικρές και μεγάλες πόλεις , σε χωριά και νησιά.                                                                         
Μόνο που κάθε τόπος «φοράει» τον Καρνάβαλο στις δικές του συνήθειες και στα δικά του έθιμα , όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί από τις ειδικές συνθήκες της περιοχής κι από τη μακραίωνη παράδοσή της.                                                                          
Έχουν  γραφτεί και πολλά γνωστά και άγνωστα δημοτικά τραγούδια , που μας δίνουν πολύ χαρακτηριστικά τη διάθεση και το κλίμα του καρναβαλιού .                                                               Μερικά από τα πολλά και που πολύ εύστοχα, υπογραμμίζει η αλάθητη σοφία του λαού μας είναι και τα παρακάτω :                             
» Ήρθε ο κυρ-Καρνάβαλος,                                                                  καλώς να τον δεχτούμε,                                                                        
μαζί του να χορέψουμε,                                                                    
μαζί του να αποκρέψουμε,                                                                  
κι ούλοι να τον χαρούμε.                                                                     Μικροί, μεγάλοι και φτωχοί,                                                              
πλούσιοι και αφεντάδες,                                                                     
σε τούτο το γιορτάσι μας,                                                                   
ούλοι μας μασκαράδες.      
                                                             
» Φόρα φόρα τη μουτσούνα,                                                                        ξέχασες το πρόσωπό σου,                                                             
ξέχασες το όνομά σου,                                                                
ξέχασες και τα παιδιά σου.        
                        
Τελικά, το "Τριώδιο" τελειώνει. Είναι η πρώτη μέρα της Σαρακοστής, είναι Καθαρά Δευτέρα. Οι άνθρωποι μαζεύονται για τους τελευταίους εορτασμούς. Ζωντανή παραδοσιακή μουσική, τραγούδι, χορός, θαλασσινά, ούζο, κρασί, και όλοι είναι καλεσμένοι στην γιορτή. Το παραδοσιακό ψωμί "λαγάνα" είναι διαθέσιμο αυτήν την μέρα στους φούρνους. Δεν επιτρέπεται να φαγωθεί κρέας ή ελαιόλαδο, αλλά αυτό δεν εμποδίζει κανέναν από το να διασκεδάσει. Οι άνθρωποι συνήθως πάνε στην εξοχή αυτήν την μέρα. Και το πιο φαντασμαγορικό έθιμο είναι το πέταγμα των χαρταετών. Ο ουρανός γεμίζει από πολύχρωμους χαρταετούς, που πετάνε σαν πουλιά και καλωσορίζουν την άνοιξη…
Έτσι… οι Απόκριες τελειώνουν…
Που είναι αναμφίβολα από τις πιο ευχάριστες γιορτές για τους Έλληνες αλλά και για πολλούς λαούς σε όλον τον πλανήτη. Είναι η ανάγκη για απόδραση από την καθημερινότητα και η χαρά της μεταμφίεσης ωθεί μικρούς και μεγάλους να υποδύονται πρόσωπα, άλλοτε με ρομαντική και άλλοτε με ειρωνική διάθεση.
… και αρχίζει η Σαρακοστή και έχουμε 40 ημέρες για το Πάσχα…


Ας δούμε όμως τι γίνεται σε μας, στον τόπο μας.
Την  ημέρα  αυτή  μαζεύονταν  παρέες  παιδιών   και  μεγαλύτεροι , και   μασκαρεύονταν  με  τα  παλιά  τους   ρούχα  και  με  ό,τι   άλλο   έβρισκαν  από  τους  πατεράδες  τους  και  τους  παππούδες  τους.
Γυρνούσαν  στα   σπίτια  του   χωριού  και  εκεί  περιέπαιζαν   τους  οικοδεσπότες , γι ’αυτό  και  πολλές   φορές   δεν  ήταν  καλοδεχούμενοι  στα  σπίτια.
Όταν  έμπαιναν   μέσα , τους  σατίριζαν  διακριτικά  ίσως   και  λίγο  περισσότερο   όπως  ήταν  φυσικό   λόγο  της  ημέρας.
Τους  κερνούσαν   κάτι , και  φυσικά   χωρίς   να  αποκαλυφθούν.
Ακόμη   γινόταν   και   γλέντια  σε  σπίτια , είτε  σε   οικογενειακό   περιβάλλον , ή  κάτι  σε  γιορτή  μασκαράδων.
Το   « μασκάρεμα » , ντύσιμο  του  καρνάβαλου  διαρκούσε  όλοι  την  περίοδο  των  απόκρεων.
Το   έθιμο  που  παραμένει   ακόμη   και   σήμερα ζωντανό   είναι  όταν  ο  βαφτισιμιός  πάει  το  «χαλβά»  στο-η  νονό-α  του.
Αυτοί  τον  κερνούσαν  και  του   έδιναν  χρήματα , και   του   επέστρεφαν  το  «χαλβά»  πάλι   γεμάτο.
Και   όταν   λέμε  «χαλβά»  εννοούμε  ένα   κομμάτι   παραδοσιακό  χαλβά  και   δώρα , τυλιγμένα   προσεκτικά  σε  μια  καλή  «ταβλά».
Και   γίνεται  ακόμη   και   σήμερα   .

Κυριακή 16 Ιουνίου 2019

Τοπικές λέξεις -Α-


A


Αβασκάνω = ματιάζω 
Αβασκαϊνου = ματιάζω
Αβάριτους = αυτός που δεν βαριέται
Αβγατίζου = αυξάνω
Αβγιούμι = διηγούμαι
Αβγουλουγώ = βλέπω  αν  η  κότα  είναι  έτοιμη  να  κάνει  αυγά με το δάχτυλο
Άβδαλους = αδέξιος 
Αβέρτα = συνέχεια
Αβνταλους = αδέξιος
Αβλαντίζου = αγναντεύω , βλέπω
Αβραϊά = ο λάκκος που ανοίγει το υνί στο όργωμα
Αγάλ(ι0 – αγάλ(ι) = σιγά σιγά
Αγάνουτους = το μαγειρικό σκεύος που δεν είναι γανωμένο και για τον
                       άνθρωπο αυτός που  δεν έχει πολύ πείρα ή ο εξευτελισμένος
Αγάντα = κόντρα
Αγαντάρου = ντέχω , κρατώ , βαστώ , αντέχω
Αγγειό = το μικρό δοχείο συνήθως για υγρά
Αγγουνάρ = η γωνιακή πέτρα
Αγγουρίδα = το άγουρο φρούτο, καρπός
Αγγουρουμάνα = το πρωτό και μεγάλο αγγούρι για σπόρο
Αγέρας = ο δυνατός άνεμο
Αγιάζ’ = το ρεύμα του αέρα που είναι παγωμένο ή υγρό
Αγιέρας =ο δυνατός αέρας ή η υγρασία
Αγκάν(ι) = το Λιόπουρνο ή το Γκί
Αγκαλιά = η αγκαλιά μας ή το σύνολο πραγμάτων που μπορούμε να πάρουμε
                  στα δύο  μας χέρια
Αγκειό = μεταλλικό σεύος του σπιτού
Αγκίδα = το μικρό κομάτι ξύλου που μπαίνει κάπου στο σώμα μας 
Αγκλίτσα = η γκλίτσα , το μπαστούνι που έχουν οι τσομπάνοι
Αγκιλόνου = τσιμπώ  με  βελόνα
Αγκλέφαρους = το μέτοπο
Αγκουρνιτσία = άγρια αχλαδιά
Αγκουρνιτσόχλαδου = τα άγριο αχλάδι
Αγκόυτκας = ο σβέρκος
Αγριντιά = κορμός δέντρου στη σκεπή του σπιτιού
Αγρέβου = γίνομαι  άγριος
Αδιάζου = ευκαιρώ
Αδιρφουμίρ’ = το μερίδιο του αδερφού από την περιουσία
Αδιφτέρ’στους = το χωράφι η το αμπέλι που δεν το έσκαψαν δύο φορές
Αδράχτ = το αδράχτι , ξύλινη κατασκευή στην υφαντουργία
Αδραχτάς = αυτός που πουλάει αδράχτια
Αϊ- = ο Άγιος
Άϊ = τράβα , φύγε , πήγαινε
Άι= επιφώνημα σε πόνο ή θαυμασμό
Άιντι = πηγαινε 
Ακατάστα΄τους = ανακατεμένος , ατιμελητος
Ακατακάθστους = αυτός που δεν μπορεί να καθίσει στη θέση του
Ακάμουτου = το παρατημένο χωράφι , το χέρσο 
Α’καμπέτ = παρά ταύτα , όπως το περίμενα ήρθε
Ακάτ = κάτω
Ακλουθώ = ακολουθώ
Ακόλα = το φύλο χαρτί
Ακουλάζομαι = κολάζομαι
Ακουλλ’μένου = το κολημένο
Ακουλνω = κολλώ
Αλ(ι)μα = η κρέμα που αλείφεται
Αλάν’ = το ζωηρώ , άτακτο παιδί
Αλανιάζου = κουράζω , ταλαιπωρώ κάποιον
Αλανιάρα = η περπατημένη γυναίκα , αυτή που κάνει πολλά καμώματα 
Αλατου’μπου’μπούτσις = έβαλες  πολύ  αλάτι
Αλαφιάζουμι = τεντώνω  τα  αυτιά για να ακούσω κάτι , τρομάζω , ξαφνιάζομαι
Αλαφιασμένους = τρομαγμένος
Αλαφρουγκάνταρου = επιπόλαιο , ελαφρόμυαλο
Αλείφου = αλείφω
Αλαφρουπάμπουρου = ελαφρόμυαλος , επιπόλαιος
Αλειξουράδα = λαιμαργία
Αλείξουρους = ο λαίμαργος
Αλιζβιρισ’ = η συναλλαγή
Αλισφακιά ή λισφακιά = το φασκόμηλο
Αλλάζου = κάνω αλλαγή , φοράω κάτι άλλο
Αλλαξιά = τα εσώρουχα
Αλλνού = άλλου
Άλλουτι = άλλοτε
Αλλουγάς = άλογο
Αλουνίζου = αλωνίζω
Αλμάκ(ι) = κορμός δέντρου
Αλμπάνς = πεταλωτής , ο απατεώνας γιατρός και μεταφορικά ο ατζαμής
Αλμπίζουμι = επιθυμώ κάτι μπάρα πολύ
Άλνοι = άλλοι
Αλπούμι = λυπάμαι
Αλ’τσιάς = το πέταλο
Αλφαδιά = ευθία
Αλφαδιάζου = βάζω κάτι σε ευθεία , ισιώνω οριζόντια ή κάθετα
Αλφαδιάζουμι = ξαπλώνω στο κρεβάτι
Άμ = μα , όμως
Αμάκα = η τράκα , το τζάμπα
Αμακατζής = τρακαδόρος , τζαμπατζής
Αμανάτ = το ξεχασμένο , το άχρηστο , παρακαταθήκη
Αμασκάλ’ = η μασχάλη
Αμανέτ’ = ενέχυρο
Αμέτ’ μουχαμπέτ’ = θέλεις δε θέλες , με το ζόρι
Αμπάρα = σύτης
Αμπαρώνου = κλείνω την πόρτα με το σύρτη , ασφαλίζω
Αμόν’ =  το αμόνι
Αμπόλ’ = το κομμάτι που αμπολιάζουμε
Αμπόλιασμα = ο εμβολιασμός των φυτών
Αμπουλιάζου = εμβολιάζω
Αμπουλιασμένους = ο εμβολιασμένος
Άμπουρας = η υπερβολική ζέστη , η κάψα 
Αναγκιουμένους = αυτός που έχει μεγάλη ανάγκη
Ανάκαρα = κουράγιο , δύναμη , σωματική δύναμη
Αναμ = ένα γεγονός μεγάλο , σημαντικό , κατόρθωμα , μύθος , ανάμνηση
Άναμα = το άναμα της φωτιάς
Ανάμα = το κρασί τηεΘείας λειτουργίας
Αναμούρα = η έξαψη , το φούντωμα
Αναπαυμός = η ξεκούραση
Ανασκουμπουμένους = προετοιμασμένος για δουλειά με σηκωμένα τα μανίκια
Ανασκουμπώνουμι = σηκώνω τα μανίκια για δουλειά , κάνω γρήγορα μια
                                   δουλειά για να τελειώσει
Αναχουβουλιάζουμι = σηκώνομαι από τον ύπνο σιγά σιγά χωρίς θόρυβο  
Ανεγρώνου = ξεσηκώνω  κάποιον  για  κάτι
Ανέμ’ = τοξύλινο μηχάνημα που βάζομε το νήμα για να το μαζέψουμε
Ανεμίζου = δίνω  σημεία  ζωής
Ανήλιου = αυτό που δεν το βλέπει ο ήλιος
Ανημέρουτους = ο άνθρωπος που δεν εξημερώνετε
Ανήμιρα = αυθυμερόν
Ανήμιρους = ο άγριος
Ανήμπουρους = ο άνθρωπος που είναι άρρωστός και δεν μπορεί
Ανιγρώνου = δίνω θάρρος σε κάποιον να κάνει κάτι 
Ανιθάρρητου = απρόβλεπτο
Ανικουκούρδα = οκλαδόν
Ανιπρόκουπους = ο άνθρωπος που δεν έχει προκοπή , που δεν κάνει κάτι
                             καλό
Ανισκουμπώνουμι = σηκώνω  τα  μανίκια , ετοιμάζομαι
Ανιμίζ = κουνιέται από τον αέρα
Ανιμίζου = κουνάω κάτι στον αέρα
Ανιέφκι = ανέβηκε κάπου πιο ψηλά
Ανιπρόκουπους = αυτός που δεν έχει προκόψει , ο ανεπρόκοπος
Ανισαίνου = ανσαίνω
Άνιφτους = άπλυτος
Ανιχόρταγους = ο αχόρταγος
Ανιχουβουλιάζουμι = σηκώνομαι από τον ύπνο
Αν’κώ = νικώ
Α’νόνας = η σοδιά ενός έτους
Αντάμ’ = τρομάρα , μεγάλο κακό
Ανάμ’  παπαντάμ = από παλία , από τους προγόνους
Αντάμ’ς = άνθρωπος
Ανταμώνω = συναντώ
Αντάρα = η σκόνη , η ομίχλη
Ανταριάζ’ = πιάνει αντάρα , καπνό
Αντάρτσ’ = αντάρτης
Ανταριασμένους = γεμάτος καπνό
Αντέτ = συνήθεια , έθιμο
Άντι = άιντε
Αντί = ενώ
Άντι , άντι = παρακίνηση ή παράκληση
Αντιδιάρς = αυτός που έχει ταινία μέσα του ( βγάζει σκουλήκια )
Άντιρα = τα έντερα
Αντίρα = το ίχνος , πατημασιά
Αντιρου = το έντερο
Αντιρουκουμένους = αδύνατος , νηστικός
Αντιρίδα = υποστύλωμα
Αντίσπουρου = ενοίκιο για την καλλιέργεια του  χωραφιού
Αντραγασιά = ανδρεία , καλή πράξη
Αντρειά = αντρεία
Αντρουμοίρ’ = η κληρονομιά της γυναίκας από τον άντρα της
Ανύμπουρους = αβοήθητος, λίγο κουρασμένος ή λίγο άρρωστος
Ανιχουβουλιάζουμι = σηκώνομαι  από  τον  ύπνο
Ανταργιάζ = η πολύ ομίχλη
Αντράδερφους = ο αδερφός του άντρα της γυναίκας
Αντιργιούμι = διστάζω
Άνωνα = η ετήσια οικογενειακή αυτάρκεια σε δημητριακά και τρόφιμα
Αξέχουρα = χωριστά
Αξούγκ’ = το ξύγκι , το λίπος
Απάγκιου = το μέρος που δεν το πιάνει ο αέρας
Απαδιάζου = αδειάζω  λίγο  νερό  από  το  δοχείο
Απαλάμ’ = η παλάμη
Απάν’ = επάνω
Απανουτά = ήρθαν μαζεμένα , το ένα μετά το άλλο , συνέχεια
Απαρατώ = αφήνω
Απαφίνου = δίνω  παραγγελία  σε  κάποιον
Απέθατου = αθάνατο , παντοτινό
Απίκου = είμαι έτοιμος , περιμένω , καραδοκώ
Απλουγιούμι = απαντώ
Απόλ’ι = άφησε , σχόλασε
Απόμνει = έμεινε εκεί που ήταν
Απόπατους = η τουαλέτα
Απόκανα = παρακουράστηκα
Απόστασα = κουράστηκα
Απόι = το βορινό ελαφρό αεράκι
Απόπατους = η τουαλέτα
Απόσουμα = το τελείωμα
Απουβραδύ = νωρίς το βράδυ
Απουκοβου = λέω πόσοι είναι η ζημιά ή  σταματώ το θηλασμό
Απουκριμνιούμι = κρεμιέμαι 
Απουλιάνα = μικρό ανοιχτώ χωράφι συνήθως ανάμεσα σε δέντρα ή μικρή
                     πεδιάδα
Απουμένου = μένω πίσω , στάσιμος
Απουστένου = αφήσετε ή αναρρώνω
Απουσώνω = αποτελειώνω
Απουρίχν = αποβάλλει
Απουθμώ = επιθυμώ
Απουκόβου = σταματώ  το  θηλασμό
Απουκρέυου = τρώω  κρέας  την  τελευταία  μέρα  της  Αποκριάς
Απουκριμνιούμι = κρέμομαι  από  κάτι
Απουσταίνου = κουράζομαι
Απουλείπιτι = κάτι  μας  λείπει
Απουλνώ = αφήνω
Απουλ’νάου = ελευθερώνω ή έχει πιάσει το μπόλιασμα στο δέντρο
Απουλ’τά = ελεύθερα , λυτά
Απουμένου = μένω  πίσω
Απουπαίρνω = δεν μιλάω καλά σε κάποιον , παραμαζεύω
Απουρρίχνου = αποβάλλω  σε  γέννα
Απουσταίνω = κουράζομαι
Απουσώνου = τελειώνω κάτι ή κάποια δουλειά
Απουχουρτήριο = η τουαλέτα
Απόψι = απόψε
Αράδα = σειρά
Αραδιάζου = βάζω σε σειρά
Αραδιασμένους =τοποθετημένος σε σειρά
Αραδίζου = πηγαίνω κάπου συχνά
Αραθυμους = οξύθυμος
Αραθυμιά = επιθυμία
Αραθύμιασα = επιθυμώ κάτι
Αραίβου = αραιώνω
Άραϊς = άραγε
Αραλικ(ι) = ευκαιρία , τεμπελιά
Αργάζου = κοροϊδεύω , υπομένω
Αρέ = εσύ
Αρέβου = αραιώνω
Αρέζου = αρέσω
Αρκουδιάρ’ς = αυτός που έχει μια αρκούδα , το άτακτο παιδί
Αρκουδίζου = τα μωρά που περπατούν στα τέσσερα
Αρκουδόβατου = άγριο βάτο με πολλά και μυτερά αγκάθια
Αρμαθιάζου = βάζω σε σειρά και ράβω τα φύλλα καπνού
Αρμακάς = σωρός από πέτρες στο χωράφι
Αρμάν’ = το δασωμένο χωράφι , το πυκνό δάσος
Αρμανιάζ’ = το εγκαταλειμμένο χωράφι που γέμισε άγρια φυτά και δέντρα
Αρματώνου = παίρνω μαζί μου όλα τα απαραίτητα
Αρναούτς = αυτός που δεν καταλαβαίνει
Αρνίθ’ το κοτόπουλο
Αρνίθα = το θηλυκό κοτόπουλο
Αρπαγμένους = θυμωμένος
Αρπάζουμι = θυμώνω
Αρπάχνου = αρπάζω , πιάνω
Αρταίνουμι = δε νηστεύω
Αρτίρσι = πιο πλούσιο , περισσότερο
Αστρινάρα = μεγάλη άσπρη πέτρα σε χωράφι
Αρταίνουμι = τρώω
Αρτήθκα = έφαγα ή έφαγα σε περίοδο νηστείας
Αρχινεύου = αρχίζω
Αρχινώ = αρχίζω
Ασίκ’ς = παλικάρι
Ασκαίνουμι = σιχαίνομαι
Ασκαμνιά = η μουριά
Ασκάμπαστους = αυτός που δεν ξέρει τίποτα
Ασ’ λλόιστους = ο ασυλλόγιστος , αυτός που δεν σκέπτεται πολύ
Ασ’μάζιφτους = αυτός που δεν ντύνεται καλά ή αυτός που τριγυρνάει βόλτες
                         και δεν πάει στο σπίτι του
Ασμάζουχτους = τσαπατσούλης
Ασ’νέρ’στους = αυτός που δεν αναλύει τα πράγματα , δεν δίνει πολύ σημασία 
Ασνιέρστους = αυτός που δεν τον υπολογίζεις δεν συνεργάζεσαι
Ασπρουβουλάει = λάμπει
Ασουγάρα = η αταξία
Άσουγους = ο άτακτος
Ασπρουβουλάει = κατάλευκος , κάτασπρος
Αστρινάρα = η σκληρές και κοφτερές πέτρες στο χωράφι
Αστουχάου = ξεχνώ
Αστοχ(η)σα = ξέχασα
Αστουχιούμι = ξεχνιέμαι
Αστουχώ = ξεχνώ
Αστόχαστους = ξεχασιάρης
Αστραποκαμένω = το καμένο από αστραπές
Αστραφτ’ = αστράφτει
Αστράφτου = λάμπω από καθαριότητα
Αστρέχα = η γωνία του σπιτιού ή το μικρό κενό (δρομάκι) από σπίτι σε σπίτι
Αστριχιά = αυτό που βγαίνει γύρο από σκεπή
Αυτούνους = αυτός
Ατζιαμής = ο αδέξιος
Αυγουλόγημα = βλέπω αν η κότα έχει αυγό να κάνει
Αυγουλουγώ = βλέπω αν έχει η κότα αυγό με το δάχτυλό μου
Άφαντους = ο εξαφανισμένος
Αφαλός = ο ομφαλός
Αφαλουκόβουμι = κόβεται ο αφαλός μου από τη βάση (από φόβο ή λαχτάρα )
Άφανους = άφαντος
Άφκα = άφησα
Άφκιμι = άσε με
Αφ’κριούμι = στήνω  αυτί , κρυφακούω
Αφουρλάκιστους = ο ασκούπιστος
Αφλάδα = η σελίδα
Αφλαδίζ = το κουνάει ο αέρας δυνατά , ανεμίζει
Άχαρους = αυτός που δεν έχει χάρη , χωρίς κανένα χάρισμα
Αχαϊριφτους = αυτός που δεν είναι σωστός άνθρωπος , που δεν προκόβει
Αχνίζ = βγάζει ατμό ένα υγρό
Αχμάκ’ς = ο χαζός
Αχούρ = ανακατεμένο δωμάτιο , ο στάβλος
Αχρειάν’ς = ανήθικος , βρώμικος άνθρωπος
Αχρέστουμους = αυτός που λέει κακά λόγια
Άχτ = επιμονή , μανία , καημός
Αχώργια = χωριστά
Αψύς = οξύθυμος και δυνατός άνθρωπος